Η ρύπανση του αέρα, η έλλειψη βιταμίνης D λόγω ανεπαρκούς ηλιοφάνειας ή παρατεταμένης διαμονής σε κλειστούς χώρους, η διαβίωση κάτω από καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος και η έκθεση σε ορισμένα παρασιτοκτόνα-εντομοκτόνα είναι ανάμεσα στους περιβαλλοντικούς παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο για την εμφάνιση άνοιας, σύμφωνα με μια νέα βρετανική επιστημονική μελέτη, που αξιολόγησε τα έως τώρα δεδομένα άλλων ερευνών.
Όλοι οι παραπάνω παράγοντες κινδύνου για είναι πιο πιθανό να επηρεάζουν εκείνους που ζουν σε μεγαλουπόλεις, αφού εκεί υπάρχει αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση, υπάρχουν πολλά υπέργεια καλώδια ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικά οι κάτοικοι περνούν πολλές ώρες μέσα σε κλειστούς χώρους (κτήρια).
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Τομ Ρας του Κέντρου Ερευνών για την ‘Ανοια του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση , σύμφωνα με τη βρετανική “Τέλεγκραφ», αξιολόγησαν πάνω από 4.000 μελέτες πάνω στο ζήτημα.
Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι περίπου κατά τα δύο τρίτα η άνοια οφείλεται στον τρόπο ζωής (, , κ.α.) και σε γενετικά αίτια, ενώ κατά το υπόλοιπο ένα τρίτο σε περιβαλλοντικούς παράγοντες.
Η -λόγω των μικροσκοπικών σωματιδίων π.χ. από τις μηχανές και τα φρένα των οχημάτων, που εισχωρούν στο ανθρώπινο σώμα- θεωρείται ότι αυξάνει την πιθανότητα οξειδωτικού στρες και χρόνιας φλεγμονής όχι μόνο στο καρδιαγγειακό σύστημα, αλλά και στον εγκέφαλο.
Άλλοι πιο σπάνιοι παράγοντες, όπως οι υψηλής ισχύος γραμμές του ηλεκτρικού ρεύματος και η υψηλή περιεκτικότητα του νερού στο μέταλλο σελήνιο μπορεί επίσης να επιβαρύνουν τον εγκέφαλο.
Οι επιστήμονες πάντως παραδέχονται ότι είναι δύσκολο να πουν με βεβαιότητα κατά πόσο ένας περιβαλλοντικός παράγοντας όντως αποτελεί την αιτία για την πρόκληση άνοιας. Βρίσκουν συσχετίσεις, αλλά δεν είναι εύκολο να αποδείξουν ότι υπάρχει σχέση αιτίας-αποτελέσματος ανάμεσα σε συγκεκριμένο περιβαλλοντικό παράγοντα και στην εκφύλιση που υπάρχει στον εγκέφαλο.
Από το ΑΠΕ-ΜΠΕ