Οι γιατροί χρησιμοποιούν τον όρο βραδυκαρδία για να περιγράψουν τον επιβραδυμένο καρδιακό παλμό. Σε γενικές γραμμές, η βραδυκαρδία διαπιστώνεται όταν οι παλμοί ενός ενήλικα ανά λεπτό (BPM) δεν ξεπερνούν τους 60, όμως το μέτρο προσαρμόζεται ανάλογα με την ηλικία και τη φυσική κατάσταση του ατόμου.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Ένωση για την Καρδιά (AHA), οι ενήλικες που παραμένουν σε καλή φυσική κατάσταση μπορεί να μην ξεπερνούν τους 60 παλμούς ανά λεπτό σε κατάσταση ηρεμίας, όμως στην περίπτωση αυτή δεν παρατηρούνται επιπλοκές. Επίσης, οι παλμοί μπορεί να είναι πολύ χαμηλοί όταν κοιμόμαστε. Οι ηλικιωμένοι είναι πιο επιρρεπείς σε προβλήματα που σχετίζονται με τους χαμηλούς καρδιακούς παλμούς.
Αίτια
– Δυσλειτουργία φλεβοκομβοκολπικού κόμβου, ο οποίος αποτελεί το “φυσικό βηματοδότη» της καρδιάς.
– Δυσλειτουργία κατά τη μεταφορά των ηλεκτρικών σημάτων από τους κόλπους στις κοιλιές της καρδιάς.
– Μεταβολικές διαταραχές (π.χ. υποθυρεοειδισμός).
– Βλάβη στην καρδιά έπειτα από έμφραγμα ή λόγω καρδιοπάθειας.
Συμπτώματα
Όταν οι καρδιακοί παλμοί είναι πολύ χαμηλοί, δεν παρέχεται αρκετό αίμα στον εγκέφαλο, με αποτέλεσμα να εκδηλώνονται τα εξής συμπτώματα:
– Κόπωση
– Ζαλάδα
– Τάσεις λιποθυμίας
– Ανακοπή καρδιάς (σπάνια)
Επιπλοκές
Εάν δεν αντιμετωπιστεί, η σοβαρής μορφής βραδυκαρδία μπορεί να προκαλέσει:
– Καρδιακή ανεπάρκεια
– Συγκοπή (απώλεια αισθήσεων, λιποθυμία)
– Πόνο στο στήθος
– Υπέρταση
Η βραδυκαρδία αντιμετωπίζεται με την επέμβαση για την τοποθέτηση βηματοδότη και τη φαρμακευτική αγωγή.