Ερευνητές ανέδειξαν τη διαφορετική επίδραση που έχει η άσκηση στο σώμα, όταν πραγματοποιείται σε δύο διαφορετικές χρονικές στιγμές – το πρωί και το απόγευμα
Επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια, Irvine, διατύπωσαν τη θεωρία ότι η επίδραση της άσκησης μπορεί να διαφέρει ανάλογα με την ώρα την ημέρας που πραγματοποιείται.
Πιο συγκεκριμένα, οι επιστήμονες διεξήγαγαν μια μελέτη σε ποντίκια, την οποία δημοσίευσαν στο άσκηση το πρωί (φάση σκοτεινής/ενεργούς κατάστασης για τα ποντίκια τα οποία είναι νυκτόβια) συνεπάγεται μια αυξημένη μεταβολική απόκριση στους σκελετικούς μύες, ενώ η άσκηση αργότερα μέσα στην ημέρα (φάση φωτεινής/ξεκούραστης κατάστασης για τα ποντίκια) αυξάνει τη δαπάνη ενέργειας για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο.
Η πρωινή γυμναστική δεν είναι κατ’ανάγκην καλύτερη από την απογευματινή
Η πρωινή γυμναστική φαίνεται, επίσης, να αυξάνει την ικανότητα των μυϊκών κυττάρων να μεταβολίσουν σάκχαρα και λίπη, με τον συγκεκριμένο τύπο επίδρασης να ενδιαφέρει τους ερευνητές σε σχέση με τους ανθρώπους που πάσχουν από νοσογόνο παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2.
Από την άλλη πλευρά, τα ευρήματα υποδεικνύουν, επιπλέον, ότι η απογευματινή γυμναστική αυξάνει τη δαπάνη ενέργειας – δηλαδή τις καύσεις – για αρκετές ώρες μετά την άσκηση. Επομένως, είναι δύσκολη η διατύπωση ενός συμπεράσματα υπέρ της μίας ή της άλλης πλευράς, σύμφωνα με τον Jonas Thue Treebak, αναπληρωτή καθηγητή του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης και συγγραφέας της μελέτης.
“Στην παρούσα φάση δε μπορούμε να πούμε με σιγουριά ποιο είναι καλύτερο, παρά μόνο να παρατηρήσουμε ότι οι επιδράσεις τους φαίνεται να είναι διαφορετικές. Έχουμε πολλή δουλειά μπροστά μας για να καθορίσουμε τους πιθανούς μηχανισμούς που ενεργοποιούν τις επωφελείς επιδράσεις της άσκησης που πραγματοποιείται στα δύο διαφορετικά χρονικά σημεία. Αναμένουμε να επεκτείνουμε τα αποτελέσματά μας και στους ανθρώπους, έτσι ώστε να διαπιστώσουμε αν η άσκηση σε συγκεκριμένο χρόνο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως στρατηγική θεραπείας για ανθρώπους με μεταβολικές ασθένειες», καταλήγει ο ερευνητής.