Νέα έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Gut διαπίστωσε ότι όσοι ακολουθούσαν διατροφή με πολλά λιπαρά – όχι όμως απαραίτητα με πολλές θερμίδες – έβλεπαν ανεπιθύμητες αλλαγές όσον αφορά τη σύνθεση της εντερικής τους μικροχλωρίδας συγκριτικά με εκείνους που ακολουθούσαν διατροφή με λίγα λιπαρά.
Οι δε αλλαγές στο εντερικό μικροβίωμα που παρατηρήθηκαν, συνδέθηκαν με τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης μεταβολικών παθήσεων όπως ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 σύμφωνα με τους ερευνητές.Η έρευνα διεξήχθη από αμερικανούς και κινέζους επιστήμονες σε 200 νέους και υγιείς ενήλικες 18-35 ετών οι οποίοι ακολουθούσαν επί έξι μήνες είτε διατροφή με λίγα λιπαρά, είτε με μέτρια περιεκτικότητα σε λιπαρά είτε με πολλά λιπαρά. Να σημειωθεί ότι η συνολική πρόσληψη σε θερμίδες, πρωτεΐνες και ίνες ήταν ίδια για όλους τους συμμετέχοντες. Το μόνο που άλλαζε ήταν η πρόσληψη λιπαρών (20% των ημερήσιων θερμίδων για την πρώτη ομάδα, 30% για την δεύτερη ομάδα και 40% για την τρίτη).
Επιπλέον οι ενήλικες που ακολουθούσαν διατροφή με πολλά λιπαρά είχαν και αυξημένα επίπεδα βακτηρίων (Bacteroides, Alistipes) που έχουν συνδεθεί με τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Επιπρόσθετα είχαν και αυξημένα λιπαρά μακράς αλύσου που θεωρείται ότι οδηγούν στην ανάπτυξη φλεγμονής στο σώμα. Πράγματι οι συμμετέχοντες με την αυξημένη κατανάλωση λιπαρών στη διατροφή τους είχαν και αυξημένους δείκτες φλεγμονής στον οργανισμό τους.
Το ενδιαφέρον είναι ότι οι συμμετέχοντες και στις τρεις ομάδες έχασαν βάρος – με την μεγαλύτερη απώλεια να σημειώνεται σε εκείνους που τρέφονταν με τα λιγότερα λιπαρά. Από την άλλη μεριά όμως, οι δείκτες υγείας όσων τρέφονταν με τα πολλά λιπαρά χειροτέρευσαν.
Η εν λόγω έρευνα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για όσους ακολουθούν δυτικού τύπου διατροφή πλούσια σε λιπαρά, ακόμη και αν δεν έχουν περιττά κιλά.