Ήδη από τη δεκαετία του ’80, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι, η αύξηση των καρδιαγγειακών νόσων κατά τη διάρκεια του χειμώνα μπορεί να οφείλεται στα χαμηλά επίπεδα (μειωμένη σύνθεση) της vit D, ως αποτέλεσμα της ελαττωμένης ηλιοφάνειας. Η υπόθεση αυτή οδήγησε σε ένα εντυπωσιακό αριθμό ερευνών οι οποίες επιβεβαίωσαν τη συσχέτιση μεταξύ των χαμηλών επιπέδων της vit D και καρδιαγγειακών παθήσεων όπως, η ισχαιμική νόσος, τα Αγγειακά Εγκεφαλικά Επεισόδια, η Συμφορητική Καρδιακή Ανεπάρκεια, η Περιφερική Αρτηριακή Νόσος κ.α, συμβάλλοντας παράλληλα στην κατανόηση της παθοφυσιολογίας τους.
Πιο συγκεκριμένα, μελέτες έδειξαν ότι η επίδραση της vit D στα κύτταρα του καρδιακού μυός και των αγγείων μας:
- Αποτρέπει την υπερτροφία του μυοκαρδίου καθώς και την περαιτέρω επιδείνωση της λειτουργικής ικανότητας του
- Αποτρέπει τη αθηροσκλήρωση, δηλαδή την φλεγμονώδη διαδικασία στη συσσώρευση αιμοπεταλίων, λιπιδίων (π.χ χοληστερίνης) κ.α με αποτέλεσμα την απόφραξη των αγγείων και επομένως τη μειωμένη ροή αίματος προς τα όργανα και τους ιστούς του σώματος.
Τα αποτελέσματα αυτά η vit D τα επιτυγχάνει:
α. μέσω της δράσης της στα μακροφάγα κύτταρα του αίματος
β. μέσω της αυξημένης απομάκρυνσης της χοληστερόλης από τον οργανισμό
γ. μέσω της παρεμπόδισης της δημιουργίας θρόμβων
δ. μέσω της επιδιορθωτικής δράσης της στο τοίχωμα των αγγείων
Παράλληλα, η vit D δρα ευεργετικά και σε μία σειρά άλλων συναφών παραγόντων κινδύνου που συνδέονται με την ανάπτυξη καρδιαγγειακών νόσων. Έτσι:
- Ελαττώνει τη σύνθεση της παραθορμόνης, μιας ορμόνης που παράγεται από τους παραθυρεοειδείς αδένες μας. Τα αυξημένα επίπεδα της παραθορμόνης συνδέονται με Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια, παχυσαρκία, και υπερτροφία του μυοκαρδίου
- Ελαττώνει την πιθανότητα ανάπτυξης σακχαρώδη διαβήτη καθώς αυξάνει την έκκριση της ινσουλίνης και ασκεί αντιφλεγμονώδη δράση
- Ασκεί αντι-υπερτασική δράση καθώς επιδρά στα επινεφρίδια και το σύστημα ρενίνης- αλδοστερόνης που συμβάλλει στην εμφάνιση ιδιοπαθούς υπέρτασης
Θα πρέπει να σημειωθεί βέβαια ότι παρά τα ενθαρρυντικά αποτελέσματα πληθώρας μελετών, απαιτούνται μεγάλης κλίμακας κλινικές δοκιμές σε βάθος χρόνου για να αξιολογήσουν το πραγματικό όφελος της χορήγησης της vit D αλλά και της διατήρησης των φυσιολογικών επιπέδων αυτής, σε σχέση με την πρόληψη των καρδιαγγειακών συμβάντων ακόμη και αν το κλινικό όφελος της vit D επιβεβαιωθεί, σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να υποκαταστήσει τη φαρμακευτική αγωγή στην αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών νόσων.
Ωστόσο γίνεται κατανοητό ότι, η αυξημένη διατροφική πρόσληψη vit D κυρίως μέσω της κατανάλωσης λιπαρών ψαριών ή εμπλουτισμένων με vit D γαλακτοκομικών είναι δυνατόν να συμβάλλει αποτελεσματικά στην προστασία της καρδιάς.
Ευάγγελος Ι. Καζάκος, MD, PhD, MSc, DTM&H
Iατρός Βιοπαθολόγος