Ο Δημήτρης Ήμελλος έδωσε σκληρή μάχη με τον καρκίνο επί δύο ολόκληρα χρόνια συνεχίζοντας να δουλεύει στο θέατρο και στην τηλεόραση.
Την θλίψη σκόρπισε στον καλλιτεχνικό χώρο ο θάνατος του Δημήτρη Ήμελλου, που πέθανε μετά από μάχη με τον καρκίνο.
Ο ηθοποιός έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 57 ετών, αφήνοντας πίσω έναν γιο, ενώ τελευταία ενσάρκωνε με επιτυχία τον ρόλο του αστυνομικού στη σειρά «Σασμός».
Αν και είχε ξεκινήσει τις σπουδές του στη Νομική Σχολή, γρήγορα στράφηκε στο θέατρο, κάνοντας σπουδές στο Θεατρικό Εργαστήρι του Βασίλη Διαμαντόπουλου και μετά στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη.
Σπούδασε επίσης σκηνοθεσία στην Ακαδημία Θεατρικής Τέχνης της Μόσχας (ΓΚΙΤΙΣ).
Ο Δημήτρης Ήμελλος, γεννημένος στις 12 Ιουνίου 1967 στην Κυψέλη της Αθήνας, ήταν ένας από τους πιο ταλαντούχους και πολυδιάστατους ηθοποιούς της ελληνικής θεατρικής και τηλεοπτικής σκηνής.
Με καταγωγή από τη Νάξο, από τα χωριά Φιλώτι και Απείρανθο, μεγάλωσε σε μια πολυμελή οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε σπουδές στη Νομική Σχολή Αθηνών, σύντομα ακολούθησε το πάθος του για την υποκριτική.
Όσοι δεν γνώριζαν τον Δημήτρη Ήμελλο από το θέατρο, αγάπησαν τον ήρωα που υποδύθηκε στον «Σασμό», τον Αντώνη Φραγκιαδάκη. Ωστόσο αντιμετώπισε τη συμμετοχή του στη σειρά σαν μεγάλο θεατρικό και ο κόσμος, βλέποντας αυτή την προσήλωση, τη σοβαρότητα, το αναγνώρισε.
Η αναγνωρισιμότητα, κάτι που ποτέ δεν επιδίωξε, ήρθε να σφραγίσει την καριέρα ενός καλλιτέχνη που μόχθησε αληθινά στο θέατρο. «Τη δουλειά αυτή την έκανα για να την απολαύσω, όχι σαν μόχθο, ούτε την έκανα για να μαζέψω χρήματα», έλεγε.
Ο εξαιρετικός αυτός ηθοποιός πέθανε από καρκίνο σε ηλικία 57 ετών. Ειλικρινά, τα λόγια είναι λίγα για να περιγράψουν την αφοσίωσή του στο επάγγελμα, στην ιδέα ότι ο κόσμος μπορεί να είναι καλύτερος μέσα από την τέχνη.
Ό,τι κι αν έκανε, το υπηρέτησε με απόλυτη αλήθεια, συνέπεια και την πεποίθηση ότι η ομαδική δουλειά αναδεικνύει την ατομική προσπάθεια. Αν έπρεπε να βρω κάτι για να τον χαρακτηρίσω θα ήταν η φράση «ένας σοβαρός άνθρωπος που δημιούργησε ρόλους με την πιο αξιοσημείωτη παλέτα επιμονής, συναισθημάτων, αφοσίωσης στη λεπτομέρεια και εκφραστικών μέσων».
Πίστευε πάντα ότι το θέατρο, ως απόρροια μιας κοινωνικής πραγματικότητας, προορίζεται για να ρίξει φως ακόμα και στους πιο σκοτεινούς δρόμους της εποχής μας.
Μεγάλωσε με άλλα τρία αδέλφια, ένα αγόρι και δυο κορίτσια, και πέρασε τα τρία χρόνια του γυμνασίου εσώκλειστος, κάτι που καθόρισε πολλές από τις μετέπειτα απόψεις του.
Το μοναχικό παιδί έγινε πιο κοινωνικό, ένιωσε μέλος μιας ομάδας –στις οποίες πάντα πίστευε στην καλλιτεχνική του διαδρομή– και αγάπησε το θέατρο, που τότε ακόμα δεν είχε καν σκεφτεί να ακολουθήσει ως επάγγελμα. Ως πρωτότοκος, θεωρητικά θα ακολουθούσε σπουδές Νομικής για να κληρονομήσει το γραφείο του πατέρα του.
Η μελέτη του για να μπει στη Νομική τον οδήγησε στα κλασικά κείμενα και του άνοιξε μια αόρατη τότε πόρτα για να μπει στον κόσμο του θεάτρου.
Για την ερμηνεία του στον ρόλο του Μοταμόρ ήταν ο νικητής στην πρώτη απονομή του βραβείου Δημήτρης Χορν, που θεσπίστηκε στη μνήμη του αξέχαστου ηθοποιού.
Όταν πέρασε στη Νομική και άρχισε να βοηθά στο γραφείο του πατέρα του, κατάλαβε ότι το θέατρο και όχι τα δικόγραφα θα τον έκαναν ευτυχισμένο και πήρε το ρίσκο του –αν και τέλειωσε τις σπουδές του–, με μια απόφαση που σόκαρε την οικογένειά του και κυρίως τον πατέρα του.
Λάτρευε τον Βασίλη Διαμαντόπουλο ως ηθοποιό, παρακολούθησε ως ακροατής το εργαστήριό του και μπήκε στη Δραματική Σχολή του Διομήδη Φωτιάδη, απ’ όπου και αποφοίτησε.
Όμως τον δρόμο του τον άνοιξε ο Στάθης Λιβαθινός: σε ένα σεμινάριο με Ρώσους δασκάλους του θεάτρου, άλλαξε κυριολεκτικά η ζωή του.
Έτσι, πήγε το 1996 στη Θεατρική Ακαδημία της Μόσχας, στο σκηνοθετικό τμήμα του Λεονίντ Χέιφιτς, και αυτή η πολιτισμική εμπειρία, που είναι μια δεύτερη φύση, μια εμπειρία ριζωμένη στην ψυχή των ανθρώπων, τον έκανε να δει για πάντα το θέατρο με άλλα μάτια, αποκτώντας την πεποίθηση πως δεν μπορεί να υπάρξει πρωτοπορία που δεν βασίζεται στην παράδοση.
Η επιστροφή του στην Ελλάδα τον οδήγησε στη διδασκαλία. Δούλεψε με την Άννα Κοκκίνου, τον Σταύρο Τσακίρη και τον Λευτέρη Βογιατζή και στη συνέχεια με τον Στάθη Λιβαθινό στη «Φρεναπάτη» του Τόνι Κούσνερ.
Για την ερμηνεία του στον ρόλο του Μοταμόρ ήταν ο νικητής στην πρώτη απονομή του βραβείου Δημήτρης Χορν, που θεσπίστηκε στη μνήμη του αξέχαστου ηθοποιού.
Στο Υπόγειο του Εθνικού και στο «Από Μηχανής» θέατρο με την Πειραματική ο Ήμελλος διέπρεψε σε ρόλους όπως ο Παρφιόν Σεμιόνοβιτς Ραγκόζιν στον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, ο κοσμήτορας της Νομικής στο «Όνειρο» του Στρίντμπεργκ, ο Μούχλας στο «Αγάπης Αγώνας Άγονος», ο Μολιέρος στην παράσταση «Μολιέρος» του Μπουλγκάκοφ. Μετά από επτά χρόνια δημιουργικής συνεργασίας, άνοιξε ένα άλλο κεφάλαιο, αυτήν τη φορά με τον Λευτέρη Βογιατζή, με την «Αντιγόνη» στο Εθνικό Θέατρο, το «Ύστατο Σήμερα», τον «Τόκο», το «Θερμοκήπιο», τον «Αμφιτρύωνα».
«Το θέατρο είναι αναγκαστικά επάγγελμα, αλλά η φύση του είναι αυτή ενός παιχνιδιού. Είναι ευλογία να μπορείς να επιβιώνεις μέσα από αυτό το παιχνίδι. Αυτό δεν συμβαίνει πάντα, και τότε ή πάει πίσω η επιβίωση ή το παιχνίδι. Όταν λείπουν η ανάγκη και η όρεξη, που είναι και η ζωογόνος δύναμη για το παιχνίδι, και το αντιμετωπίζεις ως επάγγελμα, τότε γίνεται το χειρότερο επάγγελμα του κόσμου», έλεγε.
Ο Δημήτρης Ήμελλος αξιώθηκε να ζήσει μια περίοδο από τις πιο δημιουργικές του ελληνικού θεάτρου, είδε να ανθίζουν οι ομάδες και οι πειραματισμοί και μπόρεσε να κάνει επιλογές που σήμερα πολλοί ομότεχνοί του δεν θα μπορούσαν να φανταστούν.
Αυτές ακριβώς οι επιλογές του τον δικαίωσαν και του χάρισαν πολύτιμες στιγμές που μοιράστηκε γενναιόδωρα με το κοινό. Πίστευε πάντα ότι το θέατρο, ως απόρροια μιας κοινωνικής πραγματικότητας, προορίζεται για να ρίξει φως ακόμα και στους πιο σκοτεινούς δρόμους της εποχής μας.
Αφοσιωμένος στην τέχνη του, πίστευε πάντα ότι οι καλύτερες στιγμές ενός ηθοποιού είναι αυτές που βρίσκεται πάνω στη σκηνή και πως οι καλύτεροι ηθοποιοί δεν είναι αυτοί που μπαίνουν στο σπίτι μας με την τηλεόραση αλλά αυτοί που αναζητάμε πηγαίνοντας στο θέατρο.
Δημήτρης Ήμελλος (1967-2024): Ένας αφοσιωμένος, σημαντικός ηθοποιός της εποχής μας
Συμμετείχε στις παραστάσεις: «Πέρσες» (1999) σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, «Φρεναπάτη» (2000) σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, «Αντιγόνη» (2006) σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, «Ιστορίες από το δάσος της Βιέννης» (2008) σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, «Πέρσες» (2009) του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Ντίμιτερ Γκότσεφ, «Τόκος» (2010) του Δημήτρη Δημητριάδη σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, «Μήδεια» (2011) σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα, «Ο Ηλίθιος» (2012) του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, «Αμφιτρύων» (2012) του Μολιέρου σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή, «Ιλιάδα» (2013) σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, «Ο γάμος του Φίγκαρο» (2015) σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού, «Ιούλιος Καίσαρας» (2015) του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, «Νεοπτολέμου Μύησις» (2016) σε σκηνοθετική επιμέλεια Στρατή Πανούριου, «Οιδίπους επί Κολωνώ» (2017) σε σκηνοθεσία Σταύρου Τσακίρη, «Ο γλάρος» (2017) του Άντον Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, «Φθινοπωρινή Σονάτα» (2018) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν σε σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη, «Δούλες» (2018) του Ζαν Ζενέ σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις, «Φυλές» (2019) σε σκηνοθεσία Τάκη Τζαμαργιά, «Βάκχες» (2020) σε σκηνοθεσία Χρήστου Σουγάρη, «Τέφρα και Σκιά» (2020) του Χάρολντ Πίντερ σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα, «Ο Κοτζάμπασης του Καστρόπυργου» (2021) του Μ. Καραγάτση σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου, «Αίας» (2022) σε σκηνοθεσία Αργύρη Ξάφη, «Ο άνθρωπος απ’ το Παντόλσκ» (2022) του Ντμίτρι Ντανίλοφ σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή, «Έγκλημα και τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι σε σκηνοθεσία Δημήτρη Τάρλοου (2023).
Στον κινηματογράφο έπαιξε στις ταινίες «Αλιόσα» του Θανάση Σκρουμπέλου (1999), «Beautiful people» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2001), «Παρά λίγο, παρά πόντο, παρά τρίχα» της Στέλλας Θεοδωράκη (2002), «Delivery» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (2004), «Γλυκιά μνήμη» του Κυριάκου Κατζουράκη (2005), «Bank Bang» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου (2008), «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένα» του Σωτήρη Γκορίτσα (2011), «Ο μαγικός καθρέφτης» (2016) του Χρήστου Δήμα, «Illusion» (2013) του Σάββα Καρύδα, «Νοτιάς» (2016) του Τάσου Μπουλμέτη, «Happy Birthday» του Χρίστου Γεωργίου (2018), «Η δουλειά της» του Νίκου Labot (2018), «Ράφτης» της Σόνια Λίζα Κέντερμαν (2020), «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα (2023).
Ένα από τα σημαντικά πράγματα που συνέβησαν στη θεατρική του ζωή, όπως έλεγε, ήταν η ενασχόληση με την ελληνική ποίηση, που γέννησε δυο παραστάσεις με τίτλο «Αυτό που δεν τελειώνει: Ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα» σε σκηνοθεσία Στάθη Λιβαθινού.
Σε μια από αυτές ο Δημήτρης Ήμελλος, με τα χέρια ανοιχτά στη μέση του κύκλου των θεατών που παρακολουθούσαν, απήγγειλε τον «Τελευταίο Σταθμό» του Γιώργου Σεφέρη. Με κάποιους από αυτούς τους στίχους τον αποχαιρετώ.
…Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν· σαν έρθει ο θέρος προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι· σαν έρθει ο θέρος άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητορεύουν.Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις; Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα; Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή; Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν. Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε….