Μερικές απλές αλλαγές στον τρόπο ζωής είναι δυνατό να αποτρέψουν 26.000 νέα περιστατικά καρκίνου μεταξύ των γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο σε ετήσια βάση, σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός Cancer Research UK.
Τα περιστατικά αυτά αντιστοιχούν σε ποσοστό 15% όλων των καρκίνων που αφορούν τον γυναικείο πληθυσμό του Η.Β. σε διάστημα ενός έτους.
Βάσει δεδομένων για τα περιστατικά καρκίνου που καταγράφηκαν στο Η.Β. το 2015, οι ερευνητές του Cancer Research UK υπολόγισαν πως το υγιές σωματικό βάρος, η μείωση της κατανάλωσης αλκοόλ, η αύξηση της κατανάλωσης φυτικών ινών με ταυτόχρονη μείωση της κατανάλωσης επεξεργασμένου κρέατος και, τέλος, η συστηματική σωματική άσκηση είναι δυνατό να προστατεύσουν χιλιάδες γυναίκες από το να έρθουν αντιμέτωπες με μια διάγνωση για καρκίνο.
Κάνοντας τις απαραίτητες αλλαγές στον τρόπο ζωής τους, οι γυναίκες μπορούν να προστατευτούν ως έναν βαθμό από τους δύο συχνότερους καρκίνους, τον καρκίνο του μαστού και τον καρκίνο του εντέρου.
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, η οποία δημοσιεύεται αναλυτικά στην επιθεώρηση British Journal of Cancer, η διευθύντρια του Τμήματος Πρόληψης του οργανισμού Cancer Research UK αναφέρει: “Τα στοιχεία δείχνουν με σαφήνεια ποια απλά καθημερινά βήματα μπορούμε να κάνουμε για να μειώσουμε τον κίνδυνο καρκίνου. Ένας υγιεινός τρόπος ζωής δεν εγγυάται απόλυτη προστασία από τον καρκίνο, ωστόσο μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο».
Σχεδόν 4 στα 10 περιστατικά καρκίνου στο Η.Β. αποδίδονται σε τροποποιήσιμους παράγοντες
Από την έρευνα αναδείχθηκε ότι ποσοστό 37,7% όλων των περιστατικών καρκίνου που καταγράφηκαν στο Η.Β. το 2015 είναι δυνατό να αποδοθούν σε τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, όπως το υπερβολικό βάρος. Για καθένα από τα δύο φύλα, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 38,6% για τους άντρες και 36,8% για τις γυναίκες.
Επίσης, ποσοστό πάνω από 70% όλων των περιστατικών 10 διαφορετικών μορφών καρκίνου –μεταξύ των οποίων ο καρκίνος των πνευμόνων και το μελάνωμα, που είναι δύο από τις πέντε συνηθέστερες μορφές καρκίνου στο Η.Β.– φαίνεται να οφείλονται σε γνωστούς τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, σύμφωνα με την έρευνα.