Το 1887, ο Ελβετός βοτανολόγος Dr. Moises Santiago Bertoni εξερευνώντας τα δάση της Ανατολικής Παραγουάης πρωτοανακαλύπτει τις ιδιότητες της Στέβιας, ενός θάμνου που φθάνει τα 80 cm ύψος.
Αρκετό καιρό μετά, στην επιστημονική έκδοση που επιμελείται, αναφέρει χαρακτηριστικά: “Ένα κομματάκι φύλλου Στέβιας λίγων τετραγωνικών χιλιοστών είναι ικανό να παράγει μια γλυκιά αίσθηση στο στόμα που διαρκεί για μια ώρα, ενώ μερικά μικρά φύλλα είναι επαρκή για να γλυκάνουν ένα φλιτζάνι καφέ ή ένα δυνατό τσάι».
Το 1931, Γάλλοι χημικοί προσδιορίζουν τους βασικούς γλυκοζίτες που δίνουν στη Στέβια τη γλυκιά γεύση. Από αυτούς τους γλυκοζίτες ιδιαίτερο επιστημονικό αλλά και τεχνολογικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν, η στεβιοσίδη με γλυκαντική ισχύ 250-300 φορές μεγαλύτερη της κοινής ζάχαρης και η Ρεμπαουδιοσίδη Α με γλυκαντική ισχύ 200-300 φορές μεγαλύτερη της κοινής ζάχαρης. Σε αυτό το σημείο να τονίσω πως η γλυκαντική ισχύς μια ουσίας ποικίλει ανάλογα με τη καθαρότητα της, τη θερμοκρασία, το pH, τη παρουσία άλλων συστατικών της τροφής, κλπ.
Η Ρεμπαουδιοσίδη Α και η Στεβιοσίδη έχουν μεγάλο μοριακό βάρος (967,01 και 804,9 αντίστοιχα) και συνεπώς δεν απορροφώνται από τον εντερικό σωλήνα. Παράλληλα ο άνθρωπος δεν έχει ένζυμα αποδόμησης των ουσιών αυτών. Είναι λοιπόν εύλογο, πως αν η ανθρώπινη βιοχημεία μπορεί να επηρεαστεί από τις ουσίες αυτές, κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο από τον μεταβολισμό τους στον εντερικό σωλήνα και όχι από την απευθείας απορρόφηση τους.
Πράγματι η Ρεμπαουδιοσίδη Α και η Στεβιοσίδη μεταβολίζονται από την ανθρώπινη εντερική χλωρίδα (κυρίως από τα βακτηριοειδή) σε Στεβιόλη.Η Στεβιόλη παραμένει ανεπηρέαστη από τη δράση των μικροοργανισμών της εντερικής χλωρίδας και ακολουθεί τους δρόμους της απορρόφησης και της απέκκρισης.Στις 12.11.2011 δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης η τελική έγκριση των γλυκοζιτών Στεβιόλης για χρήση ως γλυκαντική ουσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση.Η ασφάλεια της Στέβιας, η μηδενική θερμιδική της απόδοση αλλά κυρίως η φυσική της προέλευση, προσδίδουν γρήγορα σε αυτό το γλυκαντικό μια τεράστια δημοφιλία. Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια, κυκλοφορούν στην αγορά δεκάδες τρόφιμα με Στέβια, τα οποία υπερπροβάλλονται ως πολύ καλύτερα των αντίστοιχων που εμπεριέχουν ως γλυκαντική ουσία την κοινή ζάχαρη ή γνωστά υποκατάστατα της… και κάτι τέτοιο ενδέχεται να ήταν αληθές… με μια βασική προϋπόθεση όμως… η Στέβια να έχει αντικαταστήσει εξ ολοκλήρου την κοινή ζάχαρη ή τα άλλα τεχνητά γλυκαντικά… Αυτό όμως σπανίως συμβαίνει στα επεξεργασμένα τρόφιμα διότι η Στέβια αλλοιώνει έντονα τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά τους (κυρίως την υφή και την γεύση) αν χρησιμοποιηθεί έστω και σε μέτριες ποσότητες.
Κάπου εδώ ξεκινά και η ιστορία με τις σοκολάτες “με Στέβια»…Οι καταναλωτές λαμβάνουν το μήνυμα μέσω των διαφημίσεων αυτών των προϊόντων, ότι θα αγοράσουν μια σοκολάτα η οποία εμπεριέχει Στέβια και όχι ζάχαρη… Πουθενά όμως και ποτέ δεν ακούστηκε στις τηλεοπτικές και όχι μόνο διαφημίσεις, η λέξη πολυόλες…
Οι σοκολάτες “με Στέβια» λοιπόν είναι ουσιαστικά σοκολάτες με μεγάλη ποσότητα πολυολών, ποσότητα που μπορεί να φθάσει και τα 48 γρ./100 γρ. σοκολάτας (ανάλογα το είδος της σοκολάτας – γάλακτος ή μαύρη – αλλά και το είδος της πολυόλης που χρησιμοποιείται – μαλτιτόλη ή ερυθριτόλη).
Ενδέχεται λοιπόν η μισή σοκολάτα να είναι πολυόλες… Και η Στέβια; θα αναρωτηθεί κάποιος… η ελκυστική για τον καταναλωτή πλην ακριβή για την βιομηχανία Στέβια ή πιο σωστά οι γλυκοζίτες στεβιόλης, δεν ξεπερνούν τη ποσότητα των 0,005 γρ. ανα 100 γρ. προϊόντος!!! Ναι καλά διαβάσατε… λιγότερο από 0,005 γρ./ 100 γρ!
Οι πολυόλες (ή σακχαροαλκοόλες) είναι μια ομάδα υδατανθράκων χαμηλής απορρόφησης από τον ανθρώπινο οργανισμό, με συνέπεια αφενός να μην επηρεάζουν τα επίπεδα του σακχάρου όπως η κοινή ζάχαρη και αφετέρου να κατέχουν χαμηλότερη θερμιδική απόδοση από αυτή (2,4 θερμίδες έναντι 4 θερμίδων ανά γραμμάριο, αντίστοιχα). Οι ουσίες αυτές κατάφεραν να αντικαταστήσουν στις σοκολάτες την ζάχαρη με επιτυχία, κυρίως λόγω του όγκου που προσδίδουν (γιαυτό και ονομάζονται και γλυκαντικά όγκου).
Όσοι λοιπόν το παράκαναν με την ποσότητα κατανάλωσης τέτοιων σοκολατών και βίωσαν διαφόρων ειδών γαστρεντερικές διαταραχές, σίγουρα δεν πρέπει να κατηγορούν την Στέβια, η οποία σχεδόν δεν υπάρχει στις σοκολάτες αυτές (ούτε και εμφανίζει ανάλογες παρενέργειες), αλλά τις πολυόλες!
Οι παρενέργειες που μπορεί να προκύψουν από τη συχνή κατανάλωση μεγάλης ποσότητας πολυολών, αφορούν γαστρεντερικές διαταραχές και επίταση του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, γιαυτόν ακριβώς το λόγο και πρέπει να αποκλειστούν όταν επιβάλλεται να εφαρμοστεί το σχετικά νέο “θεραπευτικό» διατροφικό πρωτόκολλο για διάφορα γαστρεντερικά προβλήματα που ακούει στο όνομα FODMAPs.
Τώρα λοιπόν γνωρίζετε πως όταν σας διαφημίζουν μια σοκολάτα “με Στέβια» στη πραγματικότητα αναφέρονται σε μια σοκολάτα με πολυόλες και ίχνη Στέβιας, της οποίας μάλιστα η μικρή σχετικά διαφορά στην θερμιδική απόδοση από μια κλασική σοκολάτα με ζάχαρη, δεν δικαιολογεί επ’ ουδενί τη μεγάλη και συχνή κατανάλωση της…
Κωνσταντίνος Ξένος
Κλινικός διαιτολόγος – διατροφολόγος M.Sc., Ph.D.cand.πηγή: diettv.gr