Δε μ’ έχει πληγώσει ποτέ κανείς όσο εσύ…
Γιατί εσένα σε πίστεψα… Εμάς τους δυο μαζί σαν ένα, μας πίστεψα…Σ΄ αυτό που έσκασε σα πυροτέχνημα, όταν βρεθήκαμε ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο κι ανταλλάξαμε βλέμματα, χαμόγελα και σκέψεις δίχως λόγια, εγώ πίστεψα…
Σ’ αυτό που φτιάξαμε όσο κτίζαμε, αντί να γκρεμίζουμε μαζί εσύ κι εγώ, πίστεψα…
Ποιος; Εγώ… που δεν πίστευα ποτέ σε τίποτα και σε κανέναν, παρά μονάχα στον εαυτό μου.
Δεν είχα άλλη επιλογή όμως… Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς… Δεν μπορούσα ούτε να ξεφύγω, μα ούτε και ν’ αντισταθώ…
Σαν πεταλούδα που μαγεύεται απ’ τη φωτιά, ακολούθησα την καρδιά μου κι αφέθηκα, παρασύρθηκα, παραδόθηκα…
Γιατί μωρό μου, εσύ κι εγώ μαζί …
Είτε λόγω χημικής αντίδρασης, είτε λόγω του ότι τη δεδομένη στιγμή, το σύμπαν συνωμότησε για να συναντηθούμε και να βρούμε ο ένας στο πρόσωπο του άλλου αυτό που είχαμε ανάγκη, είτε γιατί πέρα και πάνω από κάθε λογική το θέλαμε και οι δύο πολύ… ταιριάξαμε… κολλήσαμε.
Σαν τα κομμάτια ενός παζλ που ήρθαν να συμπληρώσουν το ένα το άλλο και να φτιάξουν ένα σχήμα, μια εικόνα, μια ιστορία, έναν έρωτα, μια αγάπη ίσως… ποιος ξέρει;
Αυτό είναι κάτι που δε θα μάθουμε ποτέ, αφού πριν αποκαλυφθεί, φοβήθηκες και μας διέλυσες.
Βλέπεις, εγώ θυμάμαι… Εγώ δεν ξεχνώ, όπως εσύ…
Στιγμές που οδηγούσες και άλλαζες ταχύτητα με το ένα χέρι για να μην αφήσεις το δικό μου, όταν ήμουν δίπλα σου…
Στιγμές που μου σύστηνες τ’ αστέρια με τ’ όνομά τους, καθώς έβγαιναν ένα ένα και στόλιζαν τη νύχτα…
Στιγμές που μ’ ένα κοινό ποτήρι κρασί και δυο κεριά αναμμένα, μου άνοιγες την ψυχή σου και μ’ άφηνες ν’ ακουμπήσω, σαν να ήμουν ο άνθρωπός σου, η αδελφή ψυχή σου…
Στιγμές που με διάβαζες και που καταλάβαινες, πίσω απ’ αυτά που είχα να σου πω με λέξεις… πίσω απ’ αυτά που ήθελα να κρύψω, γιατί πονούσαν…
Στιγμές που μ’ έψαχνες μέσα στον ύπνο σου τα βράδια, για να με πάρεις αγκαλιά και με μπλεγμένα τα κορμιά μας, να ταξιδέψουμε μαζί στα όνειρά μας…
Το κάθε δειλό βήμα… την κάθε κομμένη αναπνοή… τον κάθε φοβισμένο χτύπο της καρδιάς, που μας έδενε και που μας έδινε λίγο παραπάνω ζωή, απ’ αυτή που είχαμε συνηθίσει μέχρι τη στιγμή που συναντηθήκαμε…
Εγώ βλέπεις, θυμάμαι και δεν ξεχνώ…
Μπορεί να κλείνω, βροντώντας πίσω μου την πόρτα, στο “λίγο» που επέλεξες για εμάς…
Μπορεί ν’ αποφασίζω να προχωρήσω, για ν’ ανταμώσω το “πολύ» που λαχταράει η καρδιά μου, μα δεν ξεχνώ…
Βλέπεις, εγώ δεν ήθελα να ξεχάσω και να ξεχαστώ… Εγώ δεν ήθελα να προχωρήσω μόνη ή με κάποιον άλλο, χωρίς εσένα…
Εγώ δεν ήθελα να είσαι για μένα ένα βήμα που θα με πάει παρακάτω… Σταθμός ήθελα να είσαι…
Γι’ αυτό δε μ’ έχει πληγώσει ποτέ κανείς όσο εσύ… Γι’ αυτό, μέχρι να μπεις εσύ στη ζωή μου, κανείς δεν τα κατάφερε…
Γιατί εσένα σε πίστεψα… Σ’ εμάς, πίστεψα…
Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ, που έτσι απλά μας ξέχασες…
Που δε θυμάσαι εκείνες τις μικρές λεπτομέρειες, που φανερώνουν μια αλήθεια που φοβήθηκες και που ποτέ δεν τόλμησες να δεις χωρίς παρωπίδες…
Που έτσι απλά, μας διέγραψες…
Εγώ που θυμάμαι, μπορώ να σου πω, ότι τα είχαμε όλα…
Πως αν δε δείλιαζες, θα είχαμε άλλα τόσα, καινούρια… Αυτά που θα κερδίζαμε, που θα μας άξιζαν και που θα ήταν μόνο δικά μας.
Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ, που μ’ έσπρωξες και οδήγησες τα βήματά μου στην παραίτηση και στη φυγή…
Που δε μου έδωσες κανένα λόγο για να θέλω να μείνω, όταν έκλεινα πίσω μου την πόρτα, πληγωμένη απ’ τον κυνισμό και το μπερδεμένο σου μυαλό, χωρίς να θέλω να γυρίσω και να σε κοιτάξω…
Που άφησες την αυλαία μας να πέσει, πετώντας ένα κοινότυπο “να προσέχεις», αντί να μείνεις κοντά μου, για να το κάνεις εσύ, εάν κι εφόσον χρειαστεί…
Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ που δε μας πίστεψες…
Που σα στυγνός δολοφόνος, λες και ήμασταν κάτι κοινό, συνηθισμένο, χωρίς καμία αξία, μας έστησες στον τοίχο και πυροβόλησες εξ’ επαφής…
Που έτσι απλά κι αβίαστα, όπως πίνεις τον καφέ σου το πρωί, σαν ένα τίποτα, μας διέλυσες….
Προχωράω, μα δεν ξεχνώ… όπως και δε συγχωρώ…
Όσο κι αν προσπαθώ να μαλακώσω την καρδιά μου, δεν μπορώ… μου είναι αδύνατο…
Βλέπεις… είναι που δε μ’ έχει πληγώσει ποτέ κανείς όσο εσύ, γιατί εσένα σε πίστεψα….
Γράφει η Μαρία Κουγιουμτζόγλου