Το πρώτο πράγμα που καλείται να περιορίσει κάποιος που θέλει να χάσει βάρος, είναι τα λιπαρά και οι υδατάνθρακες.
Ποιο από τα δύο πρέπει όμως να κόψει κάποιος για να έχει καλύτερο αποτέλεσμα η δίαιτα;
Στο παρελθόν εντοπίστηκαν κάποια γονίδια που επηρεάζουν τον μεταβολισμό των λιπιδίων και των υδατανθράκων και μπορούν κατά συνέπεια να επηρεάσουν την επιτυχία μιας δίαιτας.
Σύμφωνα με νέα μελέτη όμως, οι νέες εξατομικευμένες -και δαπανηρές- “δίαιτες DNA», που υποτίθεται ότι είναι προσαρμοσμένες στο γενετικό υπόβαθρο κάθε ανθρώπου, δεν φαίνεται να διασφαλίζουν καλύτερο αποτέλεσμα.
Η αμερικανική επιστημονική μελέτη που διεξήχθη με τη συμμετοχή του διακεκριμένου Έλληνα καθηγητή ιατρικής Γιάννη Ιωαννίδη του Πανεπιστημίου Στάνφορντ της Καλιφόρνια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είτε κανείς μειώσει τα λίπη, είτε τους υδατάνθρακες, κόβει περίπου τα ίδια κιλά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή ιατρικής Κρίστοφερ Γκάρτνερ του Στάνφορντ, πραγματοποίησαν κλινική δοκιμή με 609 υπέρβαρους άνδρες και γυναίκες ηλικίας 18 έως 50 ετών, που χωρίσθηκαν τυχαία σε δύο ομάδες ανάλογα με τη διατροφή τους (χαμηλά λιπαρά ή χαμηλούς υδατάνθρακες).
Η μία ομάδα κλήθηκε να καταναλώνει κατά μέσο όρο 57 γραμμάρια λίπους τη μέρα έναντι 87 πριν τη δίαιτα, ενώ η άλλη ομάδα 132 γραμμάρια υδατανθράκων καθημερινά έναντι 247 πριν. Και οι δύο ομάδες μείωσαν την καθημερινή κατανάλωση θερμίδων κατά περίπου 500 θερμίδες. Κάθε ομάδα διατήρησε το ίδιο διατροφικό καθεστώς επί ένα έτος, ενώ προηγουμένως αναλύθηκε το γονιδίωμα όλων των συμμετεχόντων και υποβλήθηκαν σε τεστ αντοχής στην ινσουλίνη (την ορμόνη που ρυθμίζει το επίπεδο του σακχάρου στο σώμα).
Μετά από ένα χρόνο οι συμμετέχοντες και στις δύο ομάδες είχαν χάσει κατά μέσο όρο περίπου τα ίδια κιλά: 5,2 κιλά στη δίαιτα με χαμηλά λιπαρά και 5,9 κιλά στη δίαιτα με τους χαμηλούς υδατάνθρακες. Ενώ όμως η διαφορά ανάμεσα στις δύο ομάδες ήταν μικρή (μόνο 0,7 κιλά, που μπορεί να οφείλονται και στην τύχη), υπήρχαν μεγάλες αποκλίσεις στο εσωτερικό και των δύο ομάδων, με ακραίες περιπτώσεις κάποιον άνθρωπο που είχε χάσει 27 κιλά και έναν που αντίθετα είχε αυξήσει το βάρος του κατά εννιά κιλά (μια απόκλιση 36 κιλών!).
Η περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων έδειξε ότι ούτε με βάση το διαφορετικό γενετικό “προφίλ», ούτε με βάση την διαφορετική ινσουλινοαντίσταση, είναι δυνατό να προβλεφθεί αν μια δίαιτα θα έχει επιτυχία, άρα ποιά δίαιτα θα είναι καλύτερη για κάποιον. Οι ερευνητές θα συνεχίσουν πάντως να αναζητούν άλλους εξατομικευμένους παράγοντες που μπορούν να προβλέψουν την επιτυχία ή μη μιας δίαιτας, όπως το μικροβίωμα του εντέρου ή ψυχολογικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας.
“Όλοι έχουμε ακούσει ιστορίες για κάποια φίλη που έκανε δίαιτα και τα πήγε περίφημα και μετά μια άλλη φίλη δοκίμασε την ίδια δίαιτα, αλλά σε αυτήν δεν πέτυχε καθόλου. Αυτό οφείλεται στο ότι όλοι είμαστε πολύ διαφορετικοί και μόλις τώρα αρχίζουμε να κατανοούμε τους λόγους γι’ αυτή τη διαφοροποίηση. Μάλλον δεν θα πρέπει να ρωτάμε ποιά είναι η καλύτερη δίαιτα, αλλά ποια είναι η καλύτερη δίαιτα για ποιον» επεσήμανε ο Γκάρτνερ.
Οι ερευνητές τόνισαν ότι το βασικό συμπέρασμα από τη νέα έρευνα είναι ότι, για να χάσει κανείς βάρος είτε με τη δίαιτα των χαμηλών λιπαρών είτε των χαμηλών υδατανθράκων, το βασικό είναι να τρώει λιγότερη ζάχαρη, λιγότερα επεξεργασμένα δημητριακά (όχι ολικής αλέσεως) και όσο γίνεται περισσότερα λαχανικά.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό “JAMA”.