Οι γυναίκες με υψηλή αρτηριακή πίεση στην εγκυμοσύνη και όσες εκδηλώνουν προεκλαμψία, κινδυνεύουν περισσότερο από υπέρταση, διαβήτη τύπου 2 και υψηλή χοληστερόλη, μετά στη γέννα, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η εμφάνιση αυτών των παραγόντων κινδύνου καρδιακής νόσου μετά την εγκυμοσύνη εξηγεί εν μέρει γιατί αυτές οι γυναίκες έχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού αργότερα στη ζωή.
“Πολλοί ερευνητές πιστεύουν ότι η εγκυμοσύνη λειτουργεί ως δοκιμασία αντοχής για την καρδιά και ότι βοηθά στον εντοπισμό των γυναικών που έχουν προδιάθεση να αναπτύξουν υψηλή αρτηριακή πίεση και άλλους παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου», εξηγεί η συγγραφέας της μελέτης Τζένιφερ Στιούαρτ, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Νοσοκομείο Brigham and Women’s Hospital και στη Σχολή Δημόσιας Υγείας T.H. Chan του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, στη Βοστώνη.
Οι γυναίκες που γνωρίζουν τα παραπάνω, έχουν τη δυνατότητα να αποτρέψουν ή να καθυστερήσουν τις καρδιαγγειακές παθήσεις, βελτιώνοντας τη συμπεριφορά υγείας και υιοθετώντας υγιεινή διατροφή και σωματική άσκηση.
Περίπου το 15% των γυναικών αναπτύσσουν υψηλή αρτηριακή πίεση, γνωστή και ως υπέρταση κύησης, ή προεκλαμψία σε τουλάχιστον μία εγκυμοσύνη.
Η προεκλαμψία είναι μια επιπλοκή της εγκυμοσύνης που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση και άλλα προβλήματα, όπως προβλήματα στα νεφρά ή το ήπαρ ή υγρό στους πνεύμονες.
Η νέα μελέτη περιλάμβανε σχεδόν 60.000 γυναίκες που δεν είχαν καρδιακή νόσο ή άλλους γνωστούς παράγοντες κινδύνου για καρδιακή νόσο κατά την έναρξη της μελέτης. Όλες οι γυναίκες είχαν γεννήσει τουλάχιστον μια φορά μεταξύ των ηλικιών 18 και 45 ετών.
Η υγεία αυτών των γυναικών παρακολουθήθηκε για κατά μέσο όρο 25 έως 32 χρόνια μετά την πρώτη εγκυμοσύνη τους.
Κάτω από το 3% των γυναικών είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση κατά την πρώτη τους εγκυμοσύνη και το 6,3% εμφάνισαν προεκλαμψία στην πρώτη εγκυμοσύνη, ανέφεραν οι συγγραφείς της μελέτης.
Ο κίνδυνος χρόνιας υπέρτασης ήταν δύο έως τρεις φορές υψηλότερος για τις γυναίκες που είχαν υψηλή αρτηριακή πίεση ή προεκλαμψία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους, σε σύγκριση με τις γυναίκες που δεν είχαν. Ο κίνδυνος για διαβήτη τύπου 2 ήταν 70% υψηλότερος, ενώ ο κίνδυνος για υψηλή χοληστερόλη ήταν 30% υψηλότερος για αυτές τις γυναίκες, σύμφωνα με τη μελέτη.
Ο κίνδυνος ανάπτυξης χρόνιας υπέρτασης ήταν ισχυρότερος κατά τα πέντε χρόνια μετά την πρώτη γέννα, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό έντυπο Annals of Internal Medicine.