60% του πληθυσμού της γης κάποια στιγμή θα παλέψουν με τη χρόνια φλεβική νόσο.
Πρόκειται για μια πολύ συχνή νόσο που συνήθως ξεκινάει σε μικρή ηλικία και εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, ενώ σύμφωνα με τα στοιχεία που προκύπτουν από έρευνες των τελευταίων ετών δεν αντιμετωπίζεται επαρκώς και πολύ συχνά αποτελεί αιτία κατάθλιψης.
Ο Διευθυντής της Αγγειοχειρουργικής Κλινικής του Ναυτικού Νοσοκομείου Αθηνών και Πρόεδρος της Ελληνικής Φλεβολογικής Εταιρείας, Αντώνης Παπαγεωργίου παρουσίασε σημαντικά επιστημονικά δεδομένα σχετικά με τη Χρόνια Φλεβική Νόσο και τη σημασία της θεραπείας της στην εκδήλωση που διοργάνωσε η SERVIER HELLAS τη Δευτέρα 4 Ιουνίου στην Πρεσβεία της Γαλλίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 60% του πληθυσμού που εμφανίζουν συμπτώματα χρόνιας φλεβικής νόσου το μεγαλύτερο ποσοστό είναι γυναίκες. Τα βασικά χαρακτηριστικά της νόσου στο ξεκίνημά της είναι συνήθως τα πρησμένα, κουρασμένα πόδια με αίσθημα βάρους αλλά και πόνου, ενώ οι επιπτώσεις στην ποιότητα της ζωής του ασθενή είναι δραματικές. Κακοδιαθεσία, προβλήματα στον εργασιακό του χώρο, απώλεια ωρών εργασίας, πρόωρη συνταξιοδότηση, υψηλό κόστος αντιμετώπισης των επιπλοκών αλλά και ψυχολογικά προβλήματα.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ελληνικής Φλεβολογικής Εταιρείας, Αντώνη Παπαγεωργίου η Χρόνια Φλεβική Νόσος
αρχίζει από νεαρή ηλικία και έχει τα παρακάτω χαρακτηριστικά καθώς εξελίσσεται:• 10% των μαθητών ηλικίας 10-12 είχαν μικρούς κιρσούς (γυμνασίου στο Bochum)
• 4 χρόνια αργότερα το 30% των ίδιων μαθητών είχαν κιρσούς μεγαλύτερης βαρύτητας
Αυξάνει με την ηλικία:
• Στους άντρες από 3% στα 30 τους μέχρι 20-50% στα 70 τους χρόνια
• Στις γυναίκες από 20% στα 30 τους μέχρι 50% στα 70 τους χρόνια
Τι είναι τελικά η χρόνια φλεβική νόσος;
Η χρόνια φλεβική νόσος είναι αποτέλεσμα μιας σειράς αλλοιώσεων στα κάτω άκρα, όταν οι φλέβες δεν επαναφέρουν σωστά το αίμα στην καρδιά. Σύμφωνα με τους γιατρούς το πρώτο στάδιο περιλαμβάνει την εμφάνιση ευρυαγγειών, το δεύτερο στάδιο την εμφάνιση κιρσών, το τρίτο στάδιο την εμφάνιση οιδήματος, ενώ στα επόμενα στάδια αρχίζουν οι πιο σοβαρές δερματικές αλλοιώσεις,
υπέρχρωση, έκζεμα, λιποδερματοσκλήρυνση, καθώς και επουλωμένο και ενεργό έλκος. Η αντιμετώπιση του προβλήματος πρέπει να ξεκινάει έγκαιρα και να συνεχίζεται σε χρόνια βάση έτσι ώστε να περιορίζονται οι σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ασθενή αλλά και για να αποφεύγονται σοβαρές επιπλοκές που μπορεί να επιβαρύνουν την κατάστασή του στο μέλλον.Στο δεύτερο μέρος αυτής της εκδήλωσης στη Γαλλική Πρεσβεία η Servier Hellas, παρουσίασε και τη νέα δερμοκαλλυντική κρέμα Cedraflon που ενυδατώνει και ανακουφίζει άμεσα τα πόδια από το αίσθημα βάρους και κούρασης.
Η δερμοκαλλυντική κρέμα Cedraflon, είναι η νέα πρόταση της SERVIER, η οποία παρέχει πραγματικά πλεονεκτήματα και λειτουργεί ως συμπληρωματικό καλλυντικό προϊόν σε θεραπείες για την ανακούφιση των συμπτωμάτων των κάτω άκρων, χάρη στις τονωτικές ιδιότητες του κίτρου Κορσικής και τη δροσιστική αίσθησης της μέντας που προσφέρουν άμεση καταπραϋντική δράση, αναζωογόνηση και ενυδάτωση στα κουρασμένα πόδια.
Οι έρευνες άλλωστε έχουν δείξει ότι η Cedraflon®:
Ενυδατώνει
Χάρη στη σύνθεσή της, η Cedraflon®, διεισδύει στην ανώτερη στοιβάδα της επιδερμίδας-96% των γυναικών ένιωσαν το δέρμα τους λείο και απαλό *-98% των γυναικών αισθάνθηκαν το δέρμα τους ενυδατωμένο*Ανακουφίζει
-100% των γυναικών ανέφεραν άμεση μείωση της αίσθησης βάρους και κούρασης των ποδιών αλλά και ένα υπέροχο αίσθημα χαλάρωσης*Δροσίζει
-92% ένιωσαν άμεσα δροσιά λόγω του μοναδικού συνδυασμού του κίτρου Κορσικής και της μέντας*Και το σημαντικότερο είναι ότι 9 στις 10 γυναίκες που δοκίμασαν τη Cedraflon®, θα την αγόραζαν.
Η συγκεκριμένη κρέμα έχει σημαντικά πλεονεκτήματα που κάνουν πιο εύκολη την καθημερινότητα μιας γυναίκας. Δεν αφήνει ίχνη, δεν κολλάει, ενυδατώνει την επιδερμίδα και αφήνει ένα ευχάριστο άρωμα.
Η Cedraflon®, είναι διαθέσιμη στα φαρμακεία και αποτελεί συμπληρωματικό καλλυντικό προϊόν σε λοιπές θεραπείες για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της κακής κυκλοφορίας των κάτω άκρων.
* Έρευνα δερματολόγων που πραγματοποιήθηκε από ανεξάρτητο εργαστήριο για την εκτίμηση της αποδοχής του από το δέρμα και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς του μετά από μεμονωμένη και επαναλαμβανόμενες εφαρμογές σε 53 γυναίκες.