Οι άνθρωποι που ροχαλίζουν έντονα όχι μόνο κάνουν το ταίρι τους να χάνει τον ύπνο του, αλλά επίσης κινδυνεύουν περισσότερο να παρουσιάσουν στον εγκέφαλό τους ανησυχητικές μεταβολές όμοιες με αυτές που συμβαίνουν στην ΑΝΟΙΑ, διαπίστωσαν ερευνητές από την Αυστραλία.
Η σχετική μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση European Respiratory Journal υποδεικνύει πως η υπνική άπνοια, μια συχνή διαταραχή του ύπνου που χαρακτηρίζεται από το δυνατό ροχαλητό και τις επαναλαμβανόμενες διακοπές της αναπνοής κατά τη διάρκεια του ύπνου, αποτελεί ενδεχομένως σημαντικό παράγοντα κινδύνου για τις νευροεκφυλιστικές παθήσεις του εγκεφάλου.
Η υπνική άπνοια, στην οποία χαλαρώνουν οι μύες που διατηρούν ανοιχτή την αναπνευστική οδό, με αποτέλεσμα να μη διέρχεται ομαλά ο αέρας και να διαταράσσεται η αναπνοή, είναι γνωστό πως οδηγεί σε μείωση της διαθεσιμότητας οξυγόνου στο αίμα. Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, αυτή η πτώση στα επίπεδα οξυγόνου συνδέεται με συρρίκνωση των κροταφικών λοβών του εγκεφάλου και κατ’ επέκταση σε αποδυνάμωση της μνήμης.
Η μελέτη, εκτιμούν οι ερευνητές, αποδεικνύει πως ο προληπτικός έλεγχος και η άμεση χορήγηση θεραπείας για την υπνική άπνοια είναι μέτρα που μπορούν να λειτουργήσουν προληπτικά ενάντια στην άνοια.
Όπως αναφέρει η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, Σάρον Νέισμιθ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, “Ποσοστό 30-50% του εκτιμώμενου κινδύνου εκδήλωσης άνοιας αποδίδεται σε τροποποιήσιμους παράγοντες κινδύνου, όπως η κατάθλιψη, η υψηλή αρτηριακή πίεση, η παχυσαρκία και το κάπνισμα.
Τα τελευταία χρόνια, οι επιστήμονες έχουν αναγνωρίσει επίσης ότι και διάφορες διαταραχές του ύπνου αποτελούν παράγοντες κινδύνου για την άνοια. Στόχος μας ήταν να εξετάσουμε συγκεκριμένα την επίδραση της αποφρακτικής υπνικής άπνοιας στον εγκέφαλο και τις γνωστικές ικανότητες».
Στον πλαίσιο της νέας μελέτης, η Νέισμιθ και οι συνεργάτες της παρακολούθησαν 83 άτομα ηλικίας 51 έως 88 ετών, εκ των οποίων κανένας δεν είχε διαγνωστεί με αποφρακτική υπνική άπνοια, αλλά όλοι είχαν επισκεφτεί τον γιατρό τους εκφράζοντας ανησυχίες για τη μνήμη και τη διάθεσή τους. Όλοι οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τεστ μνήμης και κατάθλιψης, σε μαγνητική εγκεφάλου και σε μελέτη ύπνου για την αξιολόγηση τυχόν συμπτωμάτων υπνικής άπνοιας. Στη μελέτη ύπνου χρησιμοποιήθηκε συγκεκριμένα η τεχνική της πολυυπνογραφίας, η οποία καταγράφει την εγκεφαλική δραστηριότητα, τα επίπεδα οξυγόνωσης του αίματος, τον καρδιακό παλμό και άλλους βασικούς δείκτες υγείας.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως όσοι από τους συμμετέχοντες είχαν χαμηλότερα επίπεδα οξυγόνου στο αίμα τους κατά τη διάρκεια του ύπνου παρουσίαζαν μειωμένο πάχος τόσο στον δεξιό όσο και στον αριστερό κροταφικό λοβό του εγκεφάλου τους, περιοχές που παίζουν ρόλο-κλειδί στη μνήμη και που παρουσιάζουν αλλοιώσεις στους ασθενείς με άνοια. Επίσης, οι μεταβολές στη δομή των κροταφικών λοβών συσχετίστηκαν με μειωμένη ικανότητα απομνημόνευσης νέων πληροφοριών.
Από την άλλη, οι ασθενείς που εκδήλωναν εμφανή συμπτώματα αποφρακτικής υπνικής άπνοιας παρουσίαζαν αύξηση του πάχους άλλων περιοχών του εγκεφάλου τους, εύρημα που, σύμφωνα με τους ερευνητές, υποδεικνύει μια “αντίδραση» του εγκεφάλου στα χαμηλά επίπεδα οξυγόνωσης με τη μορφή φλεγμονής και οιδήματος.
Η αποφρακτική υπνική άπνοια είναι πιο συχνή μεταξύ των ηλικιωμένων και έχει συνδεθεί στο πλαίσιο παλαιότερων μελετών με την καρδιοπάθεια, το εγκεφαλικό και τον καρκίνο. Η πάθηση μπορεί να αντιμετωπιστεί επιτυχώς με τη χρήση συσκευής συνεχούς θετικής πίεσης των αεραγωγών (CPAP), η οποία αποτρέπει την απόφραξη της αναπνευστικής οδού κατά τη διάρκεια του ύπνου.
“Δεν υπάρχει οριστική θεραπεία για την άνοια, επομένως η έγκαιρη παρέμβαση είναι ζωτικής σημασίας. Αντιθέτως, για την αποφρακτική υπνική άπνοια υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Η έρευνά μας δείχνει ότι η διάγνωση και αντιμετώπιση της άπνοιας δίνει τη δυνατότητα πρόληψης της νοητικής κατάπτωσης πριν να είναι πολύ αργά» αναφέρει χαρακτηριστικά η Νέισμιθ.
ΠΗΓΗ: www.onmed.gr