Παρουσιάστηκαν κατά την διάρκεια του 16ου Annual Diabetes Technology Meeting, στη Bethesda των Η.Π.Α., τα αποτελέσματα μελέτης που σύγκρινε τη φαρμακοδυναμική της ινσουλίνης degludec με τη γλαργινική ινσουλίνη U300 σε άτομα με διαβήτη τύπου 1.
Η θεραπεία με ινσουλίνη degludec (0.4 U/kg) οδήγησε σε χαμηλότερη διακύμανση στην υπογλυκαιμική δράση από ημέρα-σε-ημέρα και εντός της ίδιας ημέρας σε σύγκριση με τη γλαργινική ινσουλίνη U300 (0.4 U/kg).
Η μελέτη έδειξε ότι η διακύμανση από ημέρα-σε-ημέρα ήταν περίπου τέσσερις φορές χαμηλότερη με την ινσουλίνη degludec σε σύγκριση με τη γλαργινική ινσουλίνη U300. Η διακύμανση εντός της ίδιας ημέρας ήταν περίπου 40% χαμηλότερη με την ινσουλίνη degludec με την υπογλυκαιμική δράση της να κατανέμεται πιο ομοιόμορφα κατά τη διάρκεια των 24 ωρών σε σύγκριση με τη γλαργινική ινσουλίνη U300. Επιπλέον, η γλαργινική ινσουλίνη U300 εμφάνισε 30% χαμηλότερη ισχύ, σε σύγκριση με την ινσουλίνη degludec, η οποία μετρήθηκε με τη συνολική υπογλυκαιμική δράση (μείωση της γλυκόζης).
” Αν και απαιτούνται μεγάλης κλίμακας, άμεσης σύγκρισης (head-to-head) μελέτες για τη σύγκριση της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας των νέων ινσουλινών, οι φαρμακοδυναμικές μελέτες είναι σημαντικές, καθώς μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε καλύτερα τις φαρμακολογικές ιδιότητές τους. Όσο πιο σταθερό το υπογλυκαιμικό προφίλ της ινσουλίνης, τόσο ευκολότερη είναι η τιτλοποίησή της ενώ μπορεί να βοηθήσει και στη μείωση του κινδύνου υπογλυκαιμίας και υπεργλυκαιμίας στους ασθενείς με διαβήτη», είπε ο Δρ. Tim Heise, επικεφαλής ερευνητής στο Profil Institute στη Γερμανία.
Η ινσουλίνη degludec είναι μια βασική ινσουλίνη, χορηγούμενη άπαξ ημερησίως, η οποία έχει διάρκεια δράσης άνω των 42 ωρών. Είναι σημαντικό για τα άτομα με διαβήτη τύπου 1 ή τύπου 2 να καθιερώσουν μια ρουτίνα για τη θεραπεία τους με ινσουλίνη. Σε περιστάσεις κατά τις οποίες δεν είναι εφικτή η χορήγηση την ίδια ώρα της ημέρας, η ινσουλίνη degludec επιτρέπει ευελιξία στην ώρα χορήγησης από ημέρα σε ημέρα, όταν απαιτείται. Η ινσουλίνη degludec έλαβε την πρώτη κανονιστική της έγκριση το Σεπτέμβρη του 2012 και έχει έκτοτε εγκριθεί σε περισσότερες από 80 χώρες παγκοσμίως. Η πιο πρόσφατη έγκρισή της ήταν από τον FDA, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στις 26 Σεπτέμβρη 2015.