Η πρώτη κίνηση που κερδίζει τον ασθενή, είναι να του δείξεις ότι τον καταλαβαίνεις.
Ότι αυτό που ο ίδιος νομίζει ως δική του, προσωπική ιδιοτροπία, είναι κάτι κοινό, που το έχουν και άλλοι. Μόλις ο ασθενής αρχίσει δειλά να μου διηγείται, τις καταστάσεις που τον κάνουν να αγχωθεί, εγώ προσθέτω μερικές πινελιές στη διήγησή του, για να του δείξω ότι αντιλαμβάνομαι τι μου λέει.
– Πότε παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το πρόβλημα; Τον ρωτάω.
– Μια μέρα που βρισκόμουν στο λεωφορείο…
– Αισθάνθηκες δυσφορία;
Ναι. Δεν μπορούσα να πάρω αέρα…
Είχε κόσμο και έκανε ζέστη;
Φοβήθηκα ότι θα λιποθυμήσω…
– Και κατέβηκες στην πρώτη στάση που έκανε το λεωφορείο.
– Δεν μπορούσα να μείνω. Κατέβηκα σαν κυνηγημένος και πήρα αέρα…
– Και μετά δεν ξαναμπήκες ποτέ σε λεωφορείο.
– Προσπαθούσα να το αποφύγω… Τώρα παίρνω ταξί. Είναι μεγάλο έξοδο, αλλά δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς. Στο λεωφορείο αισθάνομαι ότι θα πνιγώ, θα λιποθυμήσω…
– Και θα γίνεις ρεζίλι.
– Ακριβώς.
– Και με το ταξί δεν αισθάνεσαι δυσφορία, όταν βρίσκεσαι σε μποτιλιάρισμα;
– Αχ. Έτσι είναι. Μια φορά μάλιστα, που σταματήσαμε κάτω από μια γέφυρα, σε ένα μικρό τούνελ, μου ερχόταν να ανοίξω την πόρτα και να τρέξω. Και το χειρότερο ήταν, όταν κατάλαβα ότι δεν μπορούσα να ανοίξω την πόρτα, γιατί δίπλα μας, κολλητά μας, ήταν άλλα αυτοκίνητα…
Το δεύτερο βήμα θεραπείας είναι ο χρονικός συσχετισμός του πρώτου συμπτώματος, της πρώτης κρίσης, με κάποια περίοδο ψυχικής ή σωματικής καταπόνησης. Συνήθως οι πρώτες κρίσεις άγχους εμφανί ζονται κατά τη διάρκεια, ή αμέσως μετά, από μια περίοδο στρες. Μπο-ρεί να είναι χωρισμός η διαζύγιο, μπορεί απόλυση, ή νέα δουλειά, ή νέα θιση με μεγαλύτερες ευθύνες Μπορεί μια μετακόμιση, ή η αγορά, ή το κτίσιμο ενός σπιτιού. Συχνά επίσης είναι μια αρρώστια ή ο θάνατος ενός συγγενικού προσώπου. Ακόμα σε ευάλωτα άτομα, οι πρώτες κρί-οεις μπορεί να παρουσιαστούν μετά από μικρότερα γεγονότα, όπως οι εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, ή η απόρριψη μιας ερωτικής πρόταοης.
Ο συσχετισμός των κρίσεων με την καταπόνηση, δίνει στον ασθενή μια πρώτη αίσθηση ότι οι κρίσεις άγχους δεν είναι μια προσωπική τον ιδιοτροπία ή μια αδυναμία του, αλλά μια αρρώστια, που οφείλεται σε μια σωματική ή ψυχική καταπόντιση. Αν και μερικές φορές ο ασθενής το αρνείται λέγοντας ότι έχει περάσει και μεγαλύτερες; καταπονήσεις.
Εγώ είμαι δυνατός. Έχω περάσει πολύ χειρότερα. Όλοι μου έλεγαν οτι εσύ είσαι δυνατός και δεν πρόκειται ποτέ, να σε πάρει από κάτω. Όλοι μπορεί να πάθουμε κατάθλιψη, εκτός από σένα…
– Η καταπόνηση και η κούραση, πρέπει να ξέρεις ότι είναι αθροιστική. Συσσωρεύεται με τα χρόνια και μετά, με κάτι που φαίνεται αικρό, το σύστημα διαλύεται. Σαν το κερασάκι που μπαίνει πάνω στην τούρτα και προκαλεί την κατάρρευσή της.
Τους επισημαίνω συχνά.
Είναι σημαντικό να αποδεχθούν οι ασθενείς αυτή τη συσχέτιση. Μάλιστα πρέπει να σημειώσω ότι πιο εύκολα αποδέχονται τη σωματική καταπόνηση από την ψυχική. Για τον λόγο αυτόν και εγώ δίνω μεγαλύτερο βάρος στην πρώτη. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μάλλον η ψυχαναλυτική κουλτούρα, έχει ενοχοποιήσει την ψυχική καταπόνηση. Το ψυχικό στρες συνδέεται στην κοινωνία μας, με “άλυτα προβλήματα», με μη ισορροπημένους ανθρώπους. Με ανθρώπους που χρειάζονται τη βοήθεια του αναλυτή, του θεραπευτή, του ψυχολόγου, ή όπως αλλιώς θέλετε να τον ονομάσετε. Αντιβαίνει με την εικόνα του ανεξάρτητου ατόμου, που στέκεται μόνο του στα πόδια του.
3. Το τρίτο βήμα της αντιμετώπισης είναι η αποδοχή της αρρώστιας. Αυτό προτιμώ να το κάνω παρουσία των συνοδών. Είτε είναι γονείς είτε σύζυγοι είτε φίλοι. Όποιος είναι μαζί με τον ασθενή, τον καλώ και αυτόν στο γραφείο και κατά πρώτον τον ρωτάω τη γνώμη του. Τι πιστεύει για τον ασθενή. Έχει κάτι, ή όχι; Η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι:
Γιατρέ μου, δεν έχει τίποτε. Τον πήγαμε σε πολλούς γιατρούς του κάναμε άπειρες εξετάσεις εξαντλητικό έλεγχο και όπως βέβαια σας είπε, δεν του βρίσκουν τίποτε… Όλα είναι στο κεφάλι του…
Τότε γίνομαι σοβαρός. Σαν να πρόκειται να τους ανακοινώσω ένα πολύ δυσάρεστο νέο.
Ακριβώς. Έχει μια βλάβη στο κεφάλι του. Είναι μια αρρώστια του εγκεφάλου. Δεν έχει κάτι η καρδιά του, ή το στομάχι του, ή οι πνεύ-μονέςτου, αλλά ο εγκέφαλος ο οποίος ρυθμίζει όλες τις λειτουργίες του σώματος…
Και τους αναλύω τον μηχανισμό που δημιουργεί τις κρίσεις άγχους.
Είναι συγκλονιστικό να βλέπετε την έκφραση του ασθενούς εκείνη την ώρα Αισθάνεται ξαφνικά δικαιωμένος. Έχει γυρίσει διάφορους γιατρούς και νοσοκομεία και από όλα έφευγε με την αίσθηση, ότι του αμφισβητούσαν τα συμπτώματα και την αίσθηση του πανικού, ο οποίος όχι μόνο ήταν δυσάρεστος, αλλά κυριολεκτικά τον παρέλυε. Κανένας μέχρι τώρα δεν του είχε αναγνωρίσει ότι υποφέρει. Ως τώρα όλοι τον κοιτούσαν με συγκατάβαση και του λέγανε να μην ανησυχεί! Κανένας δεν του είχε πει με τόσο σοβαρό ύφος και τόσο κάθετα, ότι πραγματικά υποφέρει. Κανένας γιατρός δεν του είχε αναγνωρίσει τον πόνο του, της ψυχής αλλά και του σώματός του. Στην καλύτερη περίπτωση κουνούσαν το κεφάλι τους και του συνιςπούσαν λίγο ηρεμιστικό. Μάλιστα στις περισσότερες περιπτώσεις, οι γιατροί έπαιρναν ιδιαιτέρως τους συνοδούς και τους έλεγαν, κρυφά από τον ασθενή, “…να μην ανησυχούν, δεν είναι τίποτε σοβαρό».
Τώρα επιτέλους ο ασθενής δικαιώνεται, μπροστά στα μάτια των συγγενών και των συνοδών του. Με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, από τα χείλη ενός γιατρού, ανατρέπεται αυτό που πίστευαν οι συγγενείς γι’ αυτόν. Δεν είναι απλώς ένας παραπονιάρης, ή ακόμα χειρότερα, ένας γκρινιάρης. Είναι ένας ασθενής, που πάσχει από μια βαριά νόσο, η οποία μάλιστα του έχει καταστρέψει τη ζωή.
Εγώ μάλιστα υπερθεματίζοντας τους λέω ότι “…η αρρώστια αυτή, σας έχει κάνει ανάπηρο». Συγκλονίζονται στην αρχή, αλλά τους υπενθυμίζω, μπροστά στους συνοδούς πάντα, ότι η αρρώστια, τους έχει επιφέρει κοινωνική αναπηρία. Δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν μόνοι. Δεν μπορούν να πάνε όπου θέλουν, ουσιαστικά δηλαδή έχασαν την ελευθερία τους.
Με τη στρατηγική κίνηση αυτή, της αναγνώρισης της αρραχχπας, παρουσία μάλιστα των συγγενών, κερδίζει ο ψυχίατρος την εκτίμηση του ασθενούς. Από κει που συνήθως έχει έρθει crrov ψυχίατρο με μεγάλη επιφυλακτικότητα, τώρα ο ψυχίατρος γίνεται ο μεγάλος του σύμμαχος. Και με αυτήν την ισχυρή θεραπευτική συμμαχία, μπορούμε να προχωρήσουμε στο επόμενο βήμα, που δεν είναι άλλο από τα φάρμακα.
4. Το τέταρτο λοιπόν βήμα είναι το ξεδίπλωμα της φαρμακευτικής στρατηγικής. Πρέπει να μιλήσουμε στον ασθενή με τη γλώσσα του, με τον τρόπο που αυτός αντιλαμβάνεται καλύτερα.
Η θεραπεία επομένως έγκειται σε δύο προσεγγίσεις Πρώτον να γεμίσουμε τη μπαταρία και δεύτερο να σφίξουμε το κουμπί του συναγερμού, που έχει χαλαρώσει, ώστε να μην πατιέται εύκολα. Το πρώτο γίνεται με τα αντικαταθλιπτικά, ενώ το δεύτερο με τα αγχολυτικά. Ο στόχος επομένως με τα αντικαταθλιπτικά είναι μακροχρόνιος και απαιτείται συνεχής χορήγηση, ώστε η μπαταρία να γεμίσει καλά. Αν σταματήσουμε νωρίς τη θεραπεία, είναι πιθανόν η μπαταρία να μην έχει γεμίσει καλά και έτσι να αδειάσει πάλι εύκολα.
Από την άλλη τα αγχολυτικά θα φρενάρουν το κουμπί του συναγερμού. Για να βοηθήσουμε το γέμισμα της μπαταρίας δεν θα πρέπει να αφήσουμε να πατιέται συχνά ο συναγερμός. Άρα θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ισχυρή αγχολυτική αγωγή. Σε περιόδους που έρχεται η κρίση, το δυσάρεστο αίσθημα αυξάνει το άγχος και προκαλεί ανακύκλωση, που συνήθως οδηγεί σε μεγάλες κορυφώσεις του άγχους Γί αυτό και η δόση του αγχολυτικού, οφείλει να είναι μεγάλη. Μόνο έτσι θα αποφευχθεί η έκκληση της κρίσης του άγχους και ο πανικός.
Το πέμπτο βήμα είναι η αποκατάσταση θερμής γραμμής επικοινωνίας. Δίνω στον ασθενή την κάρτα μου με το κινητό μου τηλέφωνο και με στόμφο τονίζω μπροστά στους συνοδούς του, ότι η βάση της θεραπείας βρίσκεται στην επικοινωνία μας.
– Τη δοσολογία των αγχολυτικών θα τη βρούμε μαζί. Ξεκινάμε με κά-ποια δόση που νομίζω ότι θα είναι αρκετή, αλλά το “κοστούμι» θα το φτιάξουμε στα μέτρα σας, με πρόβες. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει, την ακριβή δοσολογία που χρειάζεται. Με την τηλεφωνική επικοινωνία, θα μπορέσουμε να καθορίσουμε μαζί, την κατάλληλη δόση.
– Πότε να τηλεφωνήσω γιατρέ;
– Αμέσως μόλις ξεκινήσεις τα φάρμακα. Το άλλο πρωί να με πάρεις να μου πεις, πώς κοιμήθηκες. Μπορεί να μην κοιμηθείς καλά, ή αντίθετα μπορεί να δυσκολευτείς να ξυπνήσεις. Μαζί θα καθορίσουμε τη δόση του αγχολυτικού. Για το αντικαταθλιπτικό, το σενάριο είναι απλούστερο. Ξεκινάμε με μικρές δόσεις και αυξάνουμε προοδευτικά, κάθε μία εβδομάδα.
Στο “μαζί» δίνω μεγάλη έμφαση. Το συνεργατικό μοντέλο γιατρού -ασθενούς βάζει τον ασθενή σε κεντρικό σημείο και τον γιατρό σε θέση συνεργάτη που τον καταλαβαίνει πλήρως. Ο ασθενής επιτέλους βρίσκει κάποιον να τον υπερασπίζεται ακόμα και έναντι των συγγενών του.
Εδώ θέλω να σημειώσω ότι πολλοί συνάδελφοι φοβούνται να δώσουν το κινητό τους τηλέφωνο στους ασθενείς τους. Εντούτοις η πείρα, μου έχει δείξει, ότι αν ο γιατρός είναι ανοιχτός στην επικοινωνία, σπάνια ο ασθενής κάνει κατάχρηση του δικαιώματος που του δίνεται. Αντίθετα σήμερα, στην εποχή της επικοινωνίας, ένας ασθενής που αισθάνεται απόρριψη, μπορεί εύκολα να βρει πού κρύβεται ο γιατρός του, όσο και αν αυτός προσπαθεί να τον αποφύγει.
Γράφει ο Καθηγητής Ψυχιατρικής Παύλος Σακκάς
Απόσπασμα από το βιβλίο Η ψυχιατρική αλλιώς εκδόσεις Καστανιώτη