Νέο όπλο διαθέτουν πλέον οι οφθαλμίατροι για τη θεραπεία της εκφύλισης ωχράς κηλίδας υγρού τύπου, μιας πάθησης που είναι η συχνότερη αιτία τύφλωσης παγκοσμίως.
Η νέα θεραπεία μπορεί να μειώσει τον αριθμό των ενδοϋαλοειδικών ενέσεων anti-VEGF παραγόντων σε ασθενείς που πάσχουν από εκφύλιση ωχράς κηλίδας υγρού τύπου στο μισό! Πρόκειται για μια επαναστατική θεραπεία, τη λεγόμενη στερεοτακτική ακτινοθεραπεία, η οποία δύναται να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα ζωής των ασθενών.
Όπως μας εξηγεί ο χειρουργός οφθαλμίατρος Ιωάννης Μάλλιας, η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας προσβάλλει ασθενείς άνω των 65 ετών και διακρίνεται στην ξηρού τύπου και την υγρού τύπου. Την ξηρού τύπου την συναντάμε στο μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών και μπορεί να είναι το αποτέλεσμα γεωγραφικής ατροφίας του αμφιβληστροειδούς ή συγκέντρωσης κιτρινοπών εναποθέσεων κάτω από το μελάγχρου επιθήλιο του αμφιβληστροειδούς που ονομάζονται drusen. Χαρακτηριστικό της ξηράς μορφής είναι η σταδιακή πτώση της όρασης που δεν βελτιώνεται με γυαλιά οράσεως ή φακούς επαφής. Στην υγρή μορφή υπάρχουν νεοαγγεία κάτω από τον αμφιβληστροειδή που μπορεί να διαρρέουν υγρό ή να αιμορραγούν και δημιουργούν σταδιακή βλάβη στους φωτοϋποδοχείς.
“Η συνηθισμένη θεραπεία για την ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας υγρού τύπου είναι τακτικές ενέσεις με παράγοντα anti-VEGF, συχνά με περισσότερες από 5 ενέσεις το χρόνο. Η στερεοτακτική ακτινοθεραπεία χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με τη θεραπεία με anti-VEGF παράγοντες και έχει αποδειχθεί πως μειώνει τον αριθμό των ενέσεων έως και 50%, διατηρώντας παράλληλα την όραση, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης INTREPID», προσθέτει.
Ειδικότερα, μέσα στα 5 χρόνια έρευνας και ανάπτυξης, η στερεοτακτική ακτινοθεραπεία έχει υποβληθεί σε πολλαπλούς ελέγχους και έχει αποδειχθεί η αποτελεσματικότητά της, η οποία είναι βασισμένη στα αποτελέσματα της προσεκτικά σχεδιασμένης κλινικής μελέτης INTREPID, στην οποία συμμετείχαν 230 ασθενείς, από 21 σημεία σε 5 Ευρωπαϊκές χώρες. Σύμφωνα με τα ευρήματα, στις πιο κοινές παρενέργειες συμπεριλαμβάνονταν κοκκίνισμα του οφθαλμού και ξηροφθαλμία, συμπτώματα που υποχωρούσαν μέσα σε μερικές ημέρες. Μόνο το 1% των ασθενών ανέφερε πόνο κατά τη διάρκεια της κλινικής μελέτης, ενώ δεν υπήρξε καμία παρενέργεια συσχετιζόμενη με την ακτινοβολία κατά τον πρώτο χρόνο παρακολούθησης. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν ασθενείς οι οποίοι συμμετέχουν στη μελέτη και έχουν υποβληθεί στη θεραπεία εδώ και 3 χρόνια.
“Οι προϋποθέσεις για να υποβληθεί ένας ασθενής στη στερεοτακτική ακτινοθεραπεία είναι η διάμετρος της νεοαγγείωσης να είναι μικρότερη από 4mm, ο αμφιβληστροειδής να μη βρίσκεται σε φάση ουλοποίησης και να υπάρχει ένδο ή υποαμφιβληστροειδικό υγρό στον αμφιβληστροειδή χιτώνα, που εκτιμώνται κατά τον οφθαλμολογικό έλεγχο. Στον έλεγχο αυτόν περιλαμβάνεται μέτρηση της Οπτικής Οξύτητας, πρόσφατη Οπτική Τομογραφία Συνοχής (OCT) και πρόσφατη Φλουροαγγειογραφία», διευκρινίζει ο κ. Μάλλιας, τονίζοντας παράλληλα ότι η ακτινοθεραπεία εφαρμόζεται από άρτια επιστημονικά καταρτισμένη ομάδα, η οποία αποτελείται από εκπαιδευμένο οφθαλμίατρο, ακτινοθεραπευτή-ογκολόγο και ακτινοφυσικό.
Το IRay Radiotherapy System είναι ένα σύστημα στερεοτακτικής ακτινοθεραπείας (γραμμικός επιταχυντής χαμηλής ενέργειας) που στέλνει ακτινοβολία με πολύ μεγάλη ακρίβεια στον αμφιβληστροειδή χιτώνα με σκοπό να θεραπεύσει την εκφύλιση ωχράς κηλίδας υγρού τύπου.
Η IRay τεχνολογία χρησιμοποιεί ιδιαίτερα επικεντρωμένη, στενής δέσμης και χαμηλής ενέργειας στερεοτακτική ακτινοβολία και ειδικό λογισμικό για να:-Στοχεύσει στην πάσχουσα ωχρά κηλίδα (μέρος του οπισθίου πόλου του οφθαλμού, του αμφιβληστροειδή). Τρεις διαφορετικές δέσμες ακτινοβολίας, οι οποίες περνούν μέσα από τον σκληρό χιτώνα, συγκλίνουν στην περιοχή της ωχράς κηλίδας. Η συνολική δόση της ακτινοβολίας είναι 16 Gray.
-Εντοπίσει το μάτι με τη χρήση ειδικού ανιχνευτή (tracker) και τη θέση εκπομπής της στερεοτακτικής ακτινοβολίας.-Εφαρμόσει τη θεραπεία σε μια μικροσκοπική περιοχή του αμφιβληστροειδούς-Η ακτινοβολία δρα επιλεκτικά στα ενδοθηλιακά κύτταρα των αγγείων που πολλαπλασιάζονται γρήγορα (νεοαγγεία που υπάρχουν κάτω από την ωχρά κηλίδα).Η διαδικασία είναι απλή και σύντομη, όπως σημειώνει ο κ. Μάλλιας. Στον οφθαλμό όπου θα γίνει η θεραπεία, εφαρμόζονται μερικές σταγόνες για να αναισθητοποιηθεί και να τοποθετηθεί στη σωστή θέση. Η όλη διαδικασία, διαρκεί περίπου 30-60 λεπτά, συμπεριλαμβανομένων και των 4 μόνο λεπτών όπου εφαρμόζεται η ακτινοβολία. Οι ασθενείς μπορούν να επιστρέψουν στο σπίτι τους την ίδια μέρα, οι οποίοι μετά το τέλος της θεραπείας χρειάζεται να παρακολουθούνται από τον οφθαλμίατρό τους ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Τα αποτελέσματα της θεραπείας είναι ορατά σε χρονικό διάστημα από 3-6 μήνες.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι παρά το γεγονός ότι η δόση της στερεοτακτικής ακτινοβολίας στην ωχρά κηλίδα είναι υψηλή, η συνολική δόση ακτινοβολίας για όλο το σώμα είναι χαμηλή και δεν εγκυμονεί κινδύνους.