Ως δυσανεξία στη λακτόζη χαρακτηρίζεται η αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει τη λακτόζη, ένα είδος σακχάρων που βρίσκεται στο γάλα και σε άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Η δυσανεξία στη λακτόζη προκαλείται όταν το λεπτό έντερο δεν παράγει επαρκείς ποσότητες λακτάσης, του ενζύμου που διασπά τη λακτόζη.
Δεδομένου ότι τα γαλακτοκομικά προϊόντα είναι η δημοφιλέστερη και η καλύτερη διατροφική πηγή ασβεστίου, για τα άτομα με διαπιστωμένη δυσανεξία στη λακτόζη προκύπτει εύλογα η ανησυχία πώς θα πάρουν αρκετό ασβέστιο από τη διατροφή τους, κυρίως για να εξασφαλίσουν καλή σκελετική υγεία. Το ασβέστιο είναι επίσης απαραίτητο για την καλή λειτουργία της καρδιάς και του νευρικού συστήματος, καθώς και για την πήξη του αίματος.
Σύμφωνα με τους ειδικούς του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, τα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη που δεν καταναλώνουν καθόλου γαλακτοκομικά μπορούν να επιτύχουν επαρκή πρόσληψη μέσω της διατροφής τους εάν καταναλώνουν φυλλώδη λαχανικά καθώς και προϊόντα ενισχυμένα με ποσότητες ασβεστίου.
Οι ενήλικες χρειάζονται κατά μέσο όρο 1.000 mg ασβεστίου καθημερινά, ποσότητα που αντιστοιχεί σε τρεις με τέσσερις μερίδες τροφίμων πλούσιων στο θρεπτικό συστατικό.
Τα φυλλώδη λαχανικά με σκούρο πράσινο χρώμα αποτελούν εξαιρετική πηγή ασβεστίου και επίσης παρέχουν πολύτιμες βιταμίνες. Από τα λαχανικά αυτά, οι λαχανίδες θεωρούνται πιο πλούσιες σε ασβέστιο, καθώς παρέχουν περίπου 300 mg ανά φλιτζάνι. Το κέιλ και το σέσκουλο παρέχουν 100 mg ασβεστίου ανά φλιτζάνι.
Ωστόσο, όσο κι αν αγαπά κανείς τις σαλάτες είναι δύσκολο να επιτύχει επαρκή πρόσληψη ασβεστίου μόνο από τα πράσινα λαχανικά. Έτσι, συνιστάται συμπληρωματικά η κατανάλωση τροφών που ενισχύονται με ασβέστιο κατά τη διαδικασία της παραγωγής τους. Ασβέστιο προστίθεται για παράδειγμα σε πολλά δημητριακά, ορισμένα από τα οποία παρέχουν μάλιστα το 100% της συνιστώμενης ημερήσιας πρόσληψης. Ασβέστιο μπορείτε να πάρετε επίσης από τον ενισχυμένο χυμό πορτοκαλιού ή από το ενισχυμένο φυτικό γάλα (π.χ. γάλα αμυγδάλου).
Πηγή: Harvard Health