Η διεθνής επιστημονική κοινότητα χαρακτήρισε το επίτευγμα ένα σημαντικό και ελπιδοφόρο βήμα, προκειμένου να υπάρξει επιτέλους ένα τεστ αίματος για τη διάγνωση της άνοιας.
Οι πρώτες δοκιμές του τεστ σε 373 ανθρώπους ηλικίας 60 έως 90 ετών (μερικοί υγιείς, μερικοί με ήπια γνωστική έκπτωση και κάποιοι με αρχικό Αλτσχάιμερ) έδειξαν ότι αυτό έχει ακρίβεια τουλάχιστον 90%. Το τεστ είναι όμως ακόμη σε αρχικό στάδιο και θα χρειασθούν περαιτέρω δοκιμές του σε περισσότερους ανθρώπους και σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, προτού αξιοποιηθεί κλινικά.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον μοριακό βιολόγο Κατσουχίκο Γιαναγκισάβα και τον Ιάπωνα νομπελίστα Κοΐτσι Τανάκα, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό “Nature», σύμφωνα με το BBC και το “Nature», δήλωσαν ότι το τεστ μπορεί να εντοπίσει τους ανθρώπους που κινδυνεύουν περισσότερο από άνοια.
Εντοπίζει αλλαγές στην συσσώρευση του β-αμυλοειδούς
Εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια, οι επιστήμονες πασχίζουν να αναπτύξουν εξετάσεις αίματος που θα προβλέπουν έγκαιρα το Αλτσχάιμερ. Το νέο, υπό ανάπτυξη τεστ, θεωρείται η περισσότερο υποσχόμενη προσπάθεια που έχει γίνει μέχρι σήμερα, καθώς μπορεί να “πιάσει» την αύξηση του βήτα αμυλοειδούς, προτού εμφανισθεί το παραμικρό σύμπτωμα Αλτσχάιμερ όπως η εξασθένηση της μνήμης.
Οι επιστήμονες δεν έχουν καταλήξει οριστικά αν το β-αμυλοειδές αποτελεί την αιτία ή το αποτέλεσμα της νόσου. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η παρουσία του σχετίζεται με το Αλτσχάιμερ.
“Μέχρι την ηλικία των 60 έως 70 ετών, περίπου το 30% των ανθρώπων εμφανίζουν σημάδια αύξησης αυτής της πρωτεΐνης στον εγκέφαλό τους και αυτό πλέον μπορεί να ανιχνευθεί με το νέο τεστ αίματος» δήλωσε ένας από τους ερευνητές, ο καθηγητής Κόλιν Μάστερς του Ινστιτούτου Φλόρεϊ της Μελβούρνης. Ο ίδιος προέβλεψε ότι σε πέντε χρόνια οι άνθρωποι μετά τα 55 ή τα 60 τους θα κάνουν το τεστ στο πλαίσιο ενός τακτικού τσεκ-απ ανά πενταετία, για να δουν κατά πόσο κινδυνεύουν από Αλτσχάιμερ.
Κλειδί η έγκαιρη διάγνωση του πρώιμου Αλτσχάιμερ
Η -μέχρι στιγμής ανίατη- νευροεκφυλιστική νόσος αρχίζει αργά να αναπτύσσεται, ακόμη και 30 χρόνια προτού εκδηλωθούν τα πρώτα ορατά συμπτώματα. Ελπίζεται ότι το νέο τεστ θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη νέων πιο αποτελεσματικών φαρμάκων, καθώς όλες οι κλινικές δοκιμές έχουν αποτύχει έως τώρα και αρκετές εταιρείες έχουν εγκαταλείψει τις προσπάθειες. Όμως αν το τεστ ανιχνεύει άτομα σε αρχικό στάδιο και όχι σε προχωρημένο με μη αναστρέψιμες εγκεφαλικές βλάβες, τότε μπορεί οι δοκιμές στο μέλλον να είναι πιο αποτελεσματικές.
Ακόμη, το νέο τεστ θα προειδοποιήσει έγκαιρα όσους βρίσκονται σε ομάδα υψηλού κινδύνου να αλλάξουν τρόπο ζωής, κάνοντας πιο υγιεινή διατροφή, περισσότερη σωματική και νοητική άσκηση κ.α., ώστε να προλάβουν κατά το δυνατό την οριστική καταστροφή των εγκεφαλικών κυττάρων τους.
Σήμερα, η συσσώρευση της τοξικής πρωτεΐνης είναι δυνατό να ανιχνευθεί με απεικονιστικές τεχνικές (τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων ΡΕΤ) ή με ανάλυση δείγματος του εγκεφαλονωτιαίου υγρού της σπονδυλικής στήλης. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πιο ακριβές, πιο επεμβατικές, λιγότερο πρακτικές και δεν κάνουν τόσο γρήγορη και έγκαιρη διάγνωση.
ΠΗΓΗ: www.iatropedia.gr , ΑΠΕ-ΜΠΕ