Η αρτηριακή πίεση εξαρτάται από τη ροή του αίματος, δηλαδή πόσο αίμα στέλνει η καρδιά μας σε κάθε συστολή, αλλά και από την αντίσταση που προβάλλουν τα αγγεία μας στη ροή αυτή. Εάν η αρτηριακή πίεση είναι υψηλή, τότε η καρδιά μας πρέπει να εργαστεί εντατικότερα για να διατηρήσει επαρκή ροή αίματος στο σώμα μας.
Τι σημαίνει συστολική και τι διαστολική πίεση
Η καρδιά χτυπά πάνω από 100.000 φορές την ημέρα. Κάθε φορά που χτυπά, διώχνει μια ποσότητα αίματος στις αρτηρίες μας. Αυτή η ποσότητα αίματος αυξάνει την πίεση μέσα στις αρτηρίες μας. Μεταξύ δύο χτύπων η καρδιά ξεκουράζεται και γεμίζει με αίμα. Έτσι, η αρτηριακή πίεση εκφράζεται με δύο αριθμούς. Ο πρώτος αριθμός, π.χ. το 12 ή σωστότερα το 120, είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στο τοίχωμα των αρτηριών καθώς φεύγει από την καρδιά και ονομάζεται συστολική πίεση ή “μεγάλη», ενώ ο δεύτερος αριθμός, π.χ. 8 ή σωστότερα το 80, είναι η πίεση που ασκεί το αίμα στα τοιχώματα των αρτηριών όταν η καρδιά πια ξεκουράζεται και ονομάζεται διαστολική πίεση ή “μικρή». Οι μονάδες μέτρησης της πίεσης είναι τα χιλιοστά της στήλης υδραργύρου (mmHg).
Ποια είναι τα επιθυμητά όρια αρτηριακής πίεσης
Η ιδανική αρτηριακή πίεση σε υγιείς ενήλικες είναι κάτω από 120 για τη συστολική και κάτω από 80 για τη διαστολική. Οποιαδήποτε τιμή αρτηριακής πίεσης άνω του 140 για τη συστολική και άνω του 90 για τη διαστολική θεωρείται υπέρταση. Ειδικότερα, άτομα με τιμές αρτηριακής πίεσης μεταξύ 120-139 για την συστολική και/ή 85-89 για τη διαστολική θεωρούνται ότι έχουν οριακή υπέρταση (προ-υπέρταση) και έχουν ανάγκη τακτικής παρακολούθησης της αρτηριακής τους πίεσης και άμεσης αλλαγής τρόπου ζωής. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η αρτηριακή πίεση δεν παραμένει σταθερή όλο το 24ωρο, γι’ αυτό η διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης πρέπει να βασίζεται σε πολλαπλές μετρήσεις.
Πώς μετράμε την αρτηριακή πίεση
Η πίεση μετράται με το σφυγμομανόμετρο ή αλλιώς πιεσόμετρο. Υπάρχει υδραργυρικό και μηχανικό μανόμετρο, καθώς και ηλεκτρονικό πιεσόμετρο. Το πιο αξιόπιστο θεωρείται το υδραργυρικό, χωρίς όμως να υποτιμάται η αξία και των άλλων δύο τύπων, ιδίως του ηλεκτρονικού ως πιο εύχρηστου, για την εκτίμηση των τιμών της αρτηριακής πίεσης στο σπίτι.
Για να μετρήσουμε σωστά την αρτηριακή πίεση προτιμότερη είναι η καθιστή θέση με ακουμπισμένο χαλαρά το αριστερό χέρι σε ένα τραπέζι στο ύψος της καρδιάς. Η περιχειρίδα τοποθετείται γύρω από τον βραχίονα περίπου 3 εκατοστά πάνω από τον αγκώνα. Το μέγεθος του αεροθαλάμου παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς πρέπει να καλύπτει τουλάχιστον το 40% του βραχίονά μας.
Το στηθοσκόπιο θα πρέπει να τοποθετείται ελαφρά και σταθερά πάνω από τη βραχιόνια αρτηρία, που τη βρίσκουμε στην εσωτερική μεριά του βραχίονα προς το μικρό δάχτυλο του χεριού.
Η πίεση θα πρέπει να μετράται μετά από 5-10 λεπτά ξεκούρασης, όχι μετά από φαγητό ή τσιγάρο, σε ήσυχο και ευχάριστο περιβάλλον. Δεν πρέπει να φοράμε στενά ρούχα στο χέρι που μετράμε την πίεση, ενώ η πλάτη μας παραμένει στηριγμένη σε όλη τη διάρκεια της μέτρησης. Η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης θα πρέπει να επαναλαμβάνεται μετά από μεσοδιάστημα 3 λεπτών και να υπολογίζεται ο μέσος όρος των δύο μετρήσεων, εκτός αν παρατηρηθεί σημαντική απόκλιση, οπότε θα χρειαστεί και τρίτη μέτρηση.
Η μέτρηση με μη ηλεκτρονικό πιεσόμετρο συνοδεύεται από ψηλάφηση του σφυγμού στον καρπό. Φουσκώνουμε την περιχειρίδα περίπου 30 mmHg πάνω από το σημείο εκείνο που εξαφανίζεται ο σφυγμός στον καρπό. Από εκεί αφήνουμε σιγά σιγά τον αέρα να φεύγει από την βαλβίδα με σταθερό ρυθμό 2-3 mmHg ανά καρδιακό παλμό, ενώ με το ακουστικό τοποθετημένο στην έσω πλευρά του βραχίονα στο κάτω όριο της περιχειρίδας περιμένουμε να ακούσουμε τον ήχο του αίματος. Το ύψος της στήλης υδραργύρου ή η θέση της βελόνας όπου θα ακούσουμε το πρώτο ήχο αντιστοιχεί στη συστολική πίεση ενώ το σημείο όπου οι ήχοι θα εξαφανιστούν τελείως αντιστοιχεί στη διαστολική πίεση.
Οι ήχοι που ακούμε με το ακουστικό του πιεσόμετρου λέγονται ήχοι Κορότκοφ. Το όνομα τους το πήραν από τον Ρώσο ιατρό Νικολάι Κορότκοφ, ο οποίος τους περιέγραψε το 1905 όταν εργαζόταν στην Ιατρική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η αρτηριακή πίεση δεν παραμένει σταθερή όλο το 24ωρο, επομένως μία μόνο μέτρηση δεν αρκεί για να κατατάξουμε ένα άτομο ως φυσιολογικό ή υπερτασικό. Ένα μικρό μηχάνημα που το κρεμάμε στον ώμο μας και συνδέεται με ένα πιεσόμετρο που φοράμε στο χέρι μας συνέχεια για ένα 24ωρο βοηθά να καταγράψουμε τις τιμές της πίεσης μας καθ’ όλη τη διάρκεια της μέρας και της νύχτας ώστε να γνωρίζουμε ακριβώς τις διακυμάνσεις της. Η εξέταση αυτή ονομάζεται 24ωρη καταγραφή αρτηριακής πίεσης ή Holter αρτηριακής πίεσης.
Προκαλεί συμπτώματα η υπέρταση;
Πολλοί άνθρωποι δεν γνωρίζουν ότι έχουν υψηλή αρτηριακή πίεση, καθώς δεν έχουν συμπτώματα. Έτσι, ο μόνος τρόπος να διαπιστωθεί η υπέρταση είναι η τακτική μέτρηση της πίεσης. Πολλά άτομα εκπλήσσονται όταν ο γιατρός τους λέει ότι έχουν υπέρταση, καθώς θεωρούν ότι είναι μια κατάσταση αναγνωρίσιμη. Έχουν σε κάποιο βαθμό δίκιο, καθώς όταν θυμώνουμε ή αν στενοχωρηθούμε νιώθουμε την καρδιά μας να χτυπά έντονα και το πρόσωπό μας να γίνεται κόκκινο, σημεία που σχετίζονται με αύξηση της αρτηριακής πίεσης. Αλλά αυτή είναι μια φυσιολογική στιγμιαία αντίδραση του οργανισμού. Η υψηλή αρτηριακή πίεση μας απασχολεί όταν παραμένει υψηλή ενώ εμείς δεν είμαστε θυμωμένοι ή αγχωμένοι.
Μερικές πληθυσμιακές μελέτες έχουν δείξει ότι μια ποικιλία συμπτωμάτων, όπως ο πονοκέφαλος ή η καρυβαρία (βαρύ κεφάλι), οι διαταραχές ύπνου, οι συναισθηματικές διαταραχές και η ξηροστομία, είναι συχνά σε άτομα με υψηλή πίεση. Οι διαφορές όμως από άλλες καταστάσεις άγχους είναι μικρές. Η ερυθρότητα του προσώπου ή η έξαψη δεν είναι συμπτώματα ενδεικτικά υψηλής πίεσης. Εάν ρωτήσετε 100 ανθρώπους να σας πουν ποια είναι τα συμπτώματα της αυξημένης αρτηριακής πίεσης, οι πιο πολλοί θα σας πουν πονοκέφαλος. Στην πραγματικότητα, όχι μόνο οι περισσότεροι που πάσχουν από συχνούς πονοκεφάλους δεν έχουν υπέρταση, αλλά και όσοι υπερτασικοί αναφέρουν πονοκεφάλους αυτοί συνήθως δεν σχετίζονται με τα επίπεδα αρτηριακής τους πίεσης. Αυτό που συνήθως προκαλεί τους πονοκεφάλους καλοήθους αιτιολογίας είναι η αυξημένη τάση των αυχενικών μυών.
Υπάρχει ένας μικρός αριθμός ασθενών, με πολύ υψηλά επίπεδα αρτηριακής πίεσης, στους οποίους οι πονοκέφαλοι σχετίζονται άμεσα με το ύψος της αρτηριακής πίεσης. Σε αυτά τα άτομα η θεραπεία της υπέρτασης θα οδηγήσει σε υποχώρηση των συμπτωμάτων.
Η παρακολούθηση της πίεσης είναι απαραίτητη ιδίως για όσους πλησιάζουν τη μέση ηλικία και όσους έχουν συγγενείς με ιστορικό υπέρτασης.
Παρ’ όλο που σήμερα υπάρχουν πολλά ηλεκτρονικά μηχανήματα για εύκολη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης, είναι προτιμότερο αυτές οι μετρήσεις να γίνονται από εξειδικευμένο προσωπικό (νοσηλευτικό ή ιατρικό), καθώς διάφοροι παράγοντες, όπως η μη σωστή θέση του ατόμου κατά την εξέταση, το λάθος μέγεθος ή η μη σωστή τοποθέτηση της περιχειρίδας, μπορεί να έχουν επίδραση στις μετρούμενες τιμές πίεσης και να οδηγήσουν το άτομο σε εσφαλμένη ανησυχία ή σε εφησυχασμό.
ΠΗΓΗ: www.onmed.gr , Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία