Το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι μια γαστρεντερολογική διαταραχή που θεωρείται ότι σχετίζεται στενά με το στρες.
“Προτιμά» τις νέες γυναίκες, οι οποίες πάσχουν από το σύνδρομο τρεις φορές συχνότερα από τους άνδρες.
Τα συνηθισμένα συμπτώματα είναι δυσκοιλιότητα, διάρροια, κράμπες στο στομάχι, πόνος και φούσκωμα και εκδηλώνονται μεμονωμένα ή και όλα μαζί. Η αντιμετώπιση των συμπτωμάτων, είτε εκδηλώνονται μεμονωμένα, χωρίς να υπάρχει το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, είτε όλα μαζί (στην περίπτωση του συνδρόμου), είναι η ίδια.
Έρευνα έδειξε ότι η κατανάλωση καρότων μπορεί να αποτελέσει το “κλειδί» για τη μείωση των συμπτωμάτων του συνδρόμου.
Τα καρότα είναι πούσια σε διαλυτές ίνες και μπορούν να μειώσουν συμπτώματα, όπως η διάρροια και η δυσκοιλιότητα.
Επειδή οι φυτικές ίνες που περιέχουν διαλύονται στο νερό, παραμένουν στο έντερο για μεγαλύτερο διάστημα, βοηθώντας το να λειτουργεί φυσιολογικά.
Ο καλύτερος τρόπος να καταναλώνετε τα καρότα είναι να τα τρώτε ωμά, προκειμένου να λαμβάνετε όλα τα θρεπτικά συστατικά τους.
Η αύξηση της πρόσληψης φυτικών ινών είναι χρήσιμη για μια σειρά εντερικών παθήσεων, ενώ τα αποτελέσματα είναι άμεσα.
Αν πάσχετε από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ή άλλες παθήσεις του εντέρου, είναι σκόπιμο να κάνετε μικρά και συχνά γεύματα. Μην παραλείπετε γεύματα και μην μένετε νηστικοί για πολλές ώρες. Πίνετε μέχρι τρία φλιτζάνια καφέ ή τσάι την ημέρα και αποφεύγετε το αλκοόλ και τα ανθρακούχα αναψυκτικά.
Τα επεξεργασμένα ή ξαναψημένα τρόφιμα μπορεί να περιέχουν ανθεκτικό άμυλο, το οποίο επιδεινώνει τα συμπτώματα του συνδρόμου.
Η βρόμη τέλος, μπορεί να μειώσει το φούσκωμα.
Οι πάσχοντες από σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου είναι καλό να λαμβάνουν προβιοτικά, τα οποία έρευνες έχουν δείξει ότι μειώνουν τον κοιλιακό πόνο κατά 69%.
Επίσης, το 86% των ασθενών με μέτρια έως σοβαρά συμπτώματα, είδαν σημαντική βελτίωση στα συμπτώματα διάρροιας και δυσκοιλιότητας μετά τη λήψη των συμπληρωμάτων.
Εκτιμάται ότι ένας στους πέντε ανθρώπους αναπτύσσει σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου σε κάποια φάση της ζωής του.
Συνήθως εκδηλώνεται στην ηλικία 20-30 και παρότι τα συμπτώματα μπορούν να βελτιωθούν, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι χρόνια κατάσταση.