Οι γυναίκες που μπαίνουν νωρίς στην εφηβεία, έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρες.
Ειδικότερα, όσο νωρίτερα ξεκινά η εμμηνορρυσία, τόσο αυξάνει ο Δείκτης Μάζας Σώματός τους, ένας δείκτης υπολογισμού του σωματικού βάρους που βασίζεται στο βάρος και το ύψος ενός ατόμου.
Οι ερευνητές από το Imperial College του Λονδίνου ανέλυσαν δεδομένα εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισημαίνοντας ότι τα ευρήματά τους επιβεβαιώνουν τη σύνδεση της πρόωρης εφηβείας και του βάρους των γυναικών στην ενήλικη ζωή.
“Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει μια σχέση, αλλά δεν γνωρίζαμε εάν η πρώιμη εφηβεία προκαλούσε παχυσαρκία στην ενηλικίωση ή απλώς συνδεόταν με αυτήν. Στην τελευταία μας μελέτη αποδεικνύουμε ότι υπάρχει αιτιατή σχέση» υποστηρίζει ο βασικός συγγραφέας της μελέτης Dipender Gill, από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας της Μεγάλης Βρετανίας.
Οι επιστήμονες υποστηρίζουν τώρα ότι η πρώιμη εφηβεία αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για τις υπέρβαρες γυναίκες.
Οι συγγραφείς της μελέτης δήλωσαν ότι δεν είναι ξεκάθαρο γιατί η πρόωρη εφηβεία μπορεί να προκαλέσει παχυσαρκία σε ενήλικες γυναίκες. Εκτιμούν ότι μπορεί να παίζουν κάποιο ρόλο τα κενά στη φυσική και συναισθηματική ωριμότητα. Τα κορίτσια που ωριμάζουν νωρίτερα είναι πιθανό να αντιμετωπίζονται διαφορετικά ή να δέχονται κοινωνική πίεση διαφορετική από τα κορίτσια που ωριμάζουν αργότερα.
Μια άλλη πιθανή αιτία είναι ότι οι φυσικές επιδράσεις των ορμονικών αλλαγών κατά την εφηβεία -όπως η ανάπτυξη του μαστού- επηρεάζουν τις πιθανότητες ενός κοριτσιού να έχει περιττά κιλά αργότερα.
“Είναι δύσκολο να πούμε αν η αλλαγή της ηλικίας έναρξης της εφηβείας θα επηρεάσει τον κίνδυνο παχυσαρκίας στην ενήλικη ζωή και εάν είναι κάτι που μπορούμε να εφαρμόσουμε κλινικά – αν και θα ήταν ηθικά λάθος να επισπευστεί ή να καθυστερήσει η εφηβεία για να επηρεαστεί ο ΔΜΣ», είπε ο Gill.
“Είναι όμως χρήσιμο να γνωρίζουμε ότι είναι ένας αιτιώδης παράγοντας. Τα κορίτσια που μπαίνουν στην εφηβεία νωρίτερα, είναι πιο πιθανό να είναι υπέρβαρα όταν ενηλικιώνονται», πρόσθεσε.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό έντυπο International Journal of Obesity.
ΠΗΓΗ: www.onmed.gr , healthday.com