Τα καρδιαγγειακά αποτελούν την πρώτη αιτία θανάτου και στην Ελλάδα, καθώς ευθύνονται για τα δύο πέμπτα όλων των θανάτων στις γυναίκες και για περίπου το ένα τρίτο στους άντρες.
Μεταξύ των συνολικά 45.000 θανάτων αυτής της κατηγορίας, τα εγκεφαλικά επεισόδια, οι ισχαιμικές καρδιοπάθειες και άλλα καρδιακά νοσήματα εξακολουθούν να έχουν τη μεγαλύτερη επίπτωση στη συνολική θνησιμότητα (Έκθεση ΟΟΣΑ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 2017).
Άλλη μία έρευνα επιβεβαιώνει τα οφέλη της φυσικής δραστηριότητας μέτριας έντασης στην πρόληψη μιας δυνητικά θανατηφόρας καρδιαγγειακής νόσου.
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Καρολίνσκα στη Σουηδία, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αν κάποιος αντικαταστήσει μόλις μισή ώρα καθισιού μέσα στην ημέρα με απλές δραστηριότητες, όπως το χαλαρό περπάτημα ή οι δουλειές του σπιτιού, μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή νόσο κατά 24%.
Οι ερευνητές ανέλυσαν πώς διαφορετικά επίπεδα φυσικής δραστηριότητας επιδρούν στη θνησιμότητα από καρδιαγγειακές νόσους (μεταξύ άλλων αιτίων θνησιμότητας) 15 χρόνια αργότερα. Τα στοιχεία που αφορούσαν 1.200 άτομα συνελέγησαν από προηγούμενη μελέτη, την ABC (Attitude, Behaviour and Change Study) στην οποία τα επίπεδα δραστηριότητας καταγράφονταν με ανιχνευτές κίνησης και συγκρίνονταν με στοιχεία σχετικά με θανάτους και αίτια θανάτου από τα αρχεία των αρμόδιων σουηδικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τα νέα ευρήματα, αν κάποιος αντί να κάθεται, κάνει απλές, καθημερινές δραστηριότητες, αποκομίζει σημαντικά οφέλη για την υγεία του. Ακόμη και μισή ώρα περπάτημα ή ενασχόληση με τις δουλειές του σπιτιού την ημέρα, φάνηκε να μειώνει τον κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια κατά περίπου 24%. Αν ο καθιστικός χρόνος αντικατασταθεί από πιο έντονη φυσική δραστηριότητα, όπως το έντονο περπάτημα ή η γυμναστική υψηλής έντασης, τα οφέλη για το καρδιαγγειακό σύστημα είναι ακόμη μεγαλύτερα. Δέκα λεπτά έντονης φυσικής δραστηριότητας την ημέρα μείωναν τον κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου κατά 38%, ενώ 30 λεπτά έντονης δραστηριότητας μείωναν τις πιθανότητες θανάτου από καρδιαγγειακά αίτια κατά 77%.
Οι ερευνητές έλαβαν υπόψη και άλλους παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα, το επίπεδο μόρφωσης καθώς και η νοσηρότητα από άλλα αίτια.
“Πρόκειται για μια μοναδική στο είδος της μελέτη καθώς αναλύσαμε έναν μεγάλο αριθμό ατόμων κάνοντας αντικειμενικές μετρήσεις σχετικά με τη φυσική δραστηριότητα για μια περίοδο 15 ετών» ανέφερε η επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας Μαρία Χαγκστρέμερ, λέκτορας στο Ινστιτούτο Καρολίνσκα και πρόσθεσε: “Σε προηγούμενες μελέτες οι εθελοντές καλούνταν να μιλήσουν οι ίδιοι για τα επίπεδα της φυσικής δραστηριότητάς τους, κάτι που όμως μπορεί να οδηγήσει σε λάθη αφού είναι δύσκολο να θυμάται κάποιος ακριβώς πόση ώρα κάθεται ή κινείται μέσα στην ημέρα».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση “Clinical Epidemiology».